Του Γιώργου Λιάνη
Αισθάνομαι μεγάλο χρέος να γράψω για τον Γιώργο Τζώρτζη που μόλις έμαθα από τον Δήμαρχο Φλώρινας, τον Χρήστο Αλεμπάκη, την αναχώρησή του από τον κόσμο μας, που αυτός διόλου δεν τον θεωρούσε μάταιο.
Τη λάτρεψε τη ζωή ο Γιώργος και την ήπιε απνευστί σαν παλιό αμυντιώτικο κρασί. Σίγουρα ο πιο παράξενος φίλος που είχα ποτέ. Τύπαρος. Από αυτούς που σήμερα ούτε με το ισχυρότερο μικροσκόπιο δεν βρίσκεις. Τζώρτζης το επώνυμό του. Πωλητής γυναικείων κυρίως εσωρούχων σε παζάρια. Με άλλα δύο αδέρφια μικρότερά του. Με έναν φοβερό πατέρα που οδηγούσε το καρότσι κουρεμένος γουλί. Έμοιαζε πάρα πολύ με τον Ζαν Ζενέ. Και με μια μάνα κωλοπετσωμένη την κυρά-Τασούλα, που μας τάιζε δεκαπέντε νοματαίους, όλη την ομάδα σχεδόν του «Ερμή» Αμυνταίου, δοξολογώντας τη φτώχεια της. Μας τάιζε με σαλάμια και τυριά, και λουκάνικα, με κρασιά και γλυκά, και καρπούζια, και πεπόνια, και μοσχοστάφυλα από του Σιστάκου. Δηλαδή έμπαινες μέσα στο σπίτι λιγνός και έβγαινες παχύς. Ο Γιώργος; Πραγματικός μεγαλομέτοχος της ανέμελης Ελλάδας. Ένας μικρός Ζορμπάς γεννημένος στο Σόροβιτς που άκμαζε στα μεγάλα παζάρια της περιοχής. Στου Αμυνταίου, στης Καστοριάς και στα Καϊλάρια δηλαδή στης Πτολεμαΐδας.
Μόρτης γιατί από την κούνια ήταν αλήτης. Από τον ουρανό θα έλεγα αλήτης. Θεόθεν αλήτης. Καθοδηγητής του ο ήλιος. Στέκι του η λιακάδα. Απόλαυσή του; Η μπάλα. Το πέτσινο τόπι στη γειτονιά. Η στρογγυλή «θεά» στο παλιό γήπεδο του Αμυνταίου. Στη «σταπίστα» όπως τη λέγαμε, δηλαδή «παγίδα» στα ντόπια. Εκεί καμιά ομάδα δεν μας νίκησε ποτέ. Ο Μόρτης, φλεγόμενος έζησε. Με ίμερο, παίζοντας μπάλα, πίνοντας ατέλειωτο κρασί και τσίπουρο μαζί με τον Καρίκα τον συγχωρεμένο, τον έφορο ποδοσφαίρου μας. Που είχε το θρυλικό βιβλιοπωλείο. Αυτός πρέπει να έχει πιει τόσο τσίπουρο όσα είναι τα κυβικά της Βεγορίτιδας. Φρενήρης στη ζωή του ο Κουμπάρος. Κουμπάρος, αν και κανένας δεν πάντρεψε τον άλλον. Εγώ με τρεις γάμους, αυτός με έναν επίσημο, με μια γυναίκα σπάνια, σπανιότατη από την Αυστραλία που τον εγκατέλειψε μη αντέχοντας πια τις μυριάδες απιστίες του και τις μυριάδες «ψευτιές» του κι έφυγε. Πήρε των ομματιών της και γύρισε πίσω στην πατρίδα της.
Η κατάληψη που έκανε ο Μόρτης στη Ζωή ήταν η πλήρης κατάληψη του Όντος. Τρομακτική σχιζοφρένεια ο τύπος. Θυμόσοφος. Με φράσεις αφοριστικές, γελοίες στην εκφορά αλλά με νόημα στο βάθος: «Κουμπάρε, τι να τα κάνεις τα λεφτά αφού δεν έχεις φράγκο;», «Κουμπάρε η ζωή είναι να μην τη μαθαίνεις, γιατί άμα τη μαθαίνεις σε ξεγράφει». Τεκίλας, όχι γιατί έπινε το παλιό γνωστό ηδύποτο της εποχής μας - με το οποίο ερωτεύτηκε η μισή γενιά του «114» - αλλά Τεκίλας γιατί χόρευε το ομώνυμο μάμπο. Ο μόνος χορός που ήξερε και τον χόρευε όπως ζούσε. Φιγουρατζίδικα. Με αυτοσχεδιασμούς και μικροσάλτα σαν αερόστατο, με χαμόγελα και υπαινιγμούς. Εξελιγμένα.
Ο Μόρτης δεν ήταν ψεύτης. Ήταν η ανώτερη φάση του ψεύδους, που μη γελάτε είναι η αλήθεια. Δεν του έφτανε που εξαπατούσε τις γυναίκες, την οικογένεια, τους φίλους, τους συμπαίκτες, τους αντιπάλους, ο αθεόφοβος εξαπατούσε μέχρι το τέλος της ζωής του, την ίδια του τη ζωή και τον εαυτό του.
Υπολογίζω να έχει φάει μια περιουσία της τάξεως τότε των 100 εκατομμυρίων δραχμών τότε! Όταν τη δεκαετία του ’60 με 60.000 δραχμές αγόραζες ένα διαμέρισμα…
Πού τα έφαγε; Στα κέντρα. Στα μπουζούκια κυρίως, αρχής γενομένης από τις «Μηλιές» στη Φλώρινα, με θριαμβευτική κατάληξη στα μεγάλα μπουζουξίδικα της Αθήνας. Εκεί ο Κουμπάρος σού στρωνόταν πρώτη μούρη, πρώτο τραπέζι πίστα. Και το χιλιάρικο να το εξευτελίζει. Και τον τραγουδιστή να τον μεταμορφώνει σε ανθισμένη μυγδαλιά από τα άνθη. Έτσι τον θυμάμαι. Άρχοντα. Ωνάση. Από πού έβγαζε λεφτά; Από τα θηριώδη μεροκάματα στα παζάρια. Με έσερνε και μένα δίπλα του. Πρέπει να έχω πουλήσει μαζί του πάνω από 5.000 κιλότες και σώβρακα. Και κάλτσες; Να ντυθεί ολόκληρος ο ελληνικός στρατός. Μεγάλο σκαθάρι. Και δεν του ’φτανε αυτό. Γύρισε όλα τα μπορντέλα της γης, σπίτωσε όλες τις γνωστές ιερόδουλες της οικουμένης, δεν διάλεξε ποτέ γυναίκα στο κρεβάτι του που δεν την είχε γνωρίσει στα μπουζούκια. Εκτός από τη γυναίκα του, που ω της ασεβούς συμπτώσεως, τη γνώρισε σε μια εκκλησία!
Ο κουμπάρος, σαν γνήσιος τυχοδιώκτης, είχε παίξει σε όλα τα καζίνο όλα τα παιχνίδια. Πόκα, μπαρμπούτι, κουμ καν, Θανάση, μπλακ τζακ, 21, 31, ρουλέτα, μονά – ζυγά, το τελευταίο νούμερο, δεν άφησε τίποτα στην ιστορία του τζόγου που να μην το παίξει. Έπινε σαν νεροφίδα, αλλά στις συναναστροφές του κύριος. Με τις γυναίκες; Τζεντλεμαν. Συμπεριφορά; Αριστοκράτη.
Ποδοσφαιριστής εξαιρετικός, δεξιοτέχνης, βιρτουόζος, τακουνάκιας, τριπλέρ απίστευτος, πασαδόρος στα χρόνια που μεσορανούσε ο Δομάζος με μπαλιά 40 μέτρα, αλλά χομπίστας. Μια δεκάρα δεν έδινε αν κερδίζαμε ή αν χάναμε. Φιγουρατζής. Στις προπονήσεις έκανε διακόσιες κεφαλιές με την μπάλα σα φώκια και τετρακόσια χτυπήματα με το κουντεπιέ. Σου έλεγε: «Θα χτυπήσω φάουλ τώρα κουμπάρε και η μπάλα θα πάει στο Γάμα». Και η αθεόφοβη πήγαινε εκεί που την έστελνε. «Κουμπάρε, η μπάλα είναι χειρότερη πουτάνα από τη γυναίκα. Με τη γυναίκα μπορεί να τα βρεις καμιά φορά, με την μπάλα ποτέ». Βρεθήκαμε μαζί στο Στάδιο της Νέας Φιλαδελφείας στα 1963 να μας δοκιμάζει σαν μεγάλα ταλέντα ο αείμνηστος Κώστας Πούλης, παικταράς στην ΑΕΚ εκείνης της εποχής και να περιμένει να υπογράψουμε ο Σεβαστάκης που είχε τα καλύτερα παπούτσια στην Ελλάδα. Προπονητής ο Αουρέτνικ. Περάσαμε από τα αποδυτήρια. Βρομούσανε. Ποδαρίλα. Πήρα και φόρεσα ένα λασπωμένο ζευγάρι πάνινα παπούτσια. Και βλέπω απέναντί μου τον Κουμπάρο με ένα τεράστιο χαμόγελο να με κοιτάζει σαν απολιθωμένος.
- Τι φοράς ρε Κουμπάρε;
- Τι φοράω, του λέω;
- Χρυσάφι φοράς, δεν το βλέπεις;
- Τι χρυσάφι ρε; Αυτά τα βρομοπάπουτσα;
- Κουμπάρε, φοράς τα παπούτσια του Νεστορίδη.
Πράγματι στη σόλα ήταν γραμμένο το όνομα «Κώστας Νεστορίδης». Ο παιχταράς εκείνης της εποχής, ο Νέστορας.
Το πώς ντυνόταν ο κουμπάρος ήταν άλλη ιστορία. Ορκωτός μόρτης φορούσε κάτι ξεχειλωμένα κοστούμια, πέντε πόντους παπούτσι, κάτι κλαίουσες γραβάτες, είχε τσεπιάσει τα χιλιάρικα από το παζάρι και σεργιανούσε όλο το βράδυ βροντολογώντας τις γκόμενες από δω κι από κει, ξενυχτώντας μέχρι πρωίας, και αβέρτα μετά στη δουλειά και ξανά για τον επιούσιο, και ξανά για την γκόμενα, και ξανά για κανένα χαρτάκι ενώ μεγάλωνε τα χρέη. Ποτέ του δεν έμαθε μια τέχνη. Ποτέ δεν δούλεψε σε κανέναν, μόνο αφεντικό. Αυτός, το καρότσι και το παζάρι. Μυστήριο άτομο. Ενθουσιαζόταν και ερωτευόταν την πάσα μία. Ερχόταν στην Αθήνα σα να πήγαινε στη Χονολουλού. Δεν τρόμαξε ποτέ του με τα τάλιρα, τα χιλιάρικα και τα ευρώ. Κάποια στιγμή δεν είχε σύνταξη. Δεν σκιάχτηκε. Έπαθε ζάχαρο, δεν χάλασε τη ζαχαρένια του. Κόντεψε να στραβωθεί, δεν φόρεσε γυαλιά. Δε μιλούσε λέξη αγγλικά αλλά δεν τον εμπόδισε να φέρει την Αυστραλέζα και να της κάνει δυο απιδιά. Αλατοπίπερο στη ζωή του, αμανάτι μεγάλο, ήταν ο ποδόγυρος.
Δεν ξέρω αν θα γυρίσει ξανά κοντά μας η ψυχή του Μόρτη να κάνει τον περίπατό της στο Αμύνταιο, να παίξει χαρτιά μέχρι πρωίας και όταν έρθει στην Αθήνα να κάνει τη συνηθισμένη του γύρα. Κρατηθείτε: Μάρθα Καραγιάννη, Νάντια Φοντάνα, Έρρικα Μπρόγιερ. Ο Κουμπάρος αυτές είχε φίλες και τα σπίτια όλων ανοιχτά για πάρτη του. Και να καταφτάνουν τα δώρα από τον Κουμπάρο σαν να ήταν εμίρης του Κατάρ. Και τα βράδια να τρέχουν τα ουίσκι στις πίστες. Απελπισία! Κανονικό ποτάμι. Και ο Κουμπάρος μπεχλιβάνικος, με μάτια χάντρες που παίζανε όλων των ειδών τα παιχνίδια να υποχρεώνει ιδιοκτήτες, γκαρσόν, λουλουδούδες, «φουσκωτούς», να υποκλίνονται στις κυρίες που προανέφερα και να τους ανοίγουν τις πόρτες.
Είναι βέβαιο ότι ο κουμπάρος πλέον είναι ψηλά στα σύννεφα και μας βλέπει στεγνός από εκεί και συλλογίζεται πως γίνεται οι άνθρωποι να μην αγαπούν την ζωή καθόλου. Το δικό του δόγμα για τη ζωή ήταν: «Να πίνιμι, να τρώγιμι και να γαμίμι», όπως μονολογούσε ο γνωστός ήρωας του Τσιφόρου «ο Ιβάν με τις επωμίδες» παλιός αξιωματικός του τσαρικού στρατού που ξέπεσε στην Τρούμπα. Πορτιέρης στους οίκους ανοχής.
Ο κουμπάρος ήταν μάρτυρας του «πολλοί την δόξαν εμίσησαν, τον πλούτον ουδείς». Έτσι το ήθελε. Αντεστραμμένο. Συνέχεια αυτό είχε για ρεφρέν. Πολλοί τον πλούτο και πολλοί τον πλούτο. Χωρίς να γνωρίζει ίχνος αλφαβήτας κονομούσε όποιο θηλυκό γούσταρε και καμάρωνε αμέσως μετά σε τραπέζι ξεγυρισμένο. Δόγμα του: Να πάρει και ο κύριος στην πόρτα, να πάρει και η λουλουδού, να πάρει και το γκαρσόνι, να φάει ο κόσμος όλος κι ο ντουνιάς.
Η ζωή δεν του έπαιξε παιχνίδια του Κουμπάρου παρά μόνον από τις πολλές καταχρήσεις εξασθένησε το όργανο και δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τους ρυθμούς του. Αρρυθμίες και στην καρδιά και αλλού. Ο Κουμπάρος του θανατά. Δεν ξέρω πόσα επεισόδια πέρασε, σακατεύτηκε. Αλλά το χαρτί, χαρτί, το ξενύχτι, ξενύχτι, και η γυναίκα, γυναίκα. Ο θυρεός αυτός κυμάτιζε πάντα, ακόμα και μεσίστιος. Θα μπορούσα να γράψω ένα ολόκληρο βιβλίο για τον φίλο μου τον Γιώργο, που περιφρονούσε το χρήμα, που ποτέ δεν μίλησε άσχημα σε άνθρωπο, που ήταν φιλόζωος, κυρίως εκ του γεγονότος ότι έτσι αποκαλούσε τις γυναίκες. «Κουμπάρε, το ωραιότερο ζώο στον κόσμο είναι η γυναίκα», έλεγε. Ο φίλος μου ο Σπύρος Αλεξίδης λέει ότι κάποτε σε έναν αγώνα «Ερμή» Αμυνταίου – «Μεγάλου Αλεξάνδρου» Φλωρίνης ο Κουμπάρος πούλησε το ματς. Δεν ξέρω τι συναλλαγή ήταν αυτή. Κάτι για πουκάμισα άκουσα, κάτι για ρούχα, αλλά είμαι βέβαιος ότι ο Κουμπάρος δεν πούλησε κανένα παιχνίδι. Τους κορόιδευε. Τώρα μπορώ να θυμηθώ με ποιον έμοιαζε ο Κουμπάρος. Έμοιαζα με αυτόν τον φοβερό ηθοποιό τον Έλι Γουάλας, στην ταινία: «Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος». Άσχημος ήταν σίγουρα. Κακός δεν υπήρξε ποτέ. Καλύτερο στην ψυχή και πιο συμπονετικό δεν γνώρισα.
Τη λάτρεψε τη ζωή ο Γιώργος και την ήπιε απνευστί σαν παλιό αμυντιώτικο κρασί. Σίγουρα ο πιο παράξενος φίλος που είχα ποτέ. Τύπαρος. Από αυτούς που σήμερα ούτε με το ισχυρότερο μικροσκόπιο δεν βρίσκεις. Τζώρτζης το επώνυμό του. Πωλητής γυναικείων κυρίως εσωρούχων σε παζάρια. Με άλλα δύο αδέρφια μικρότερά του. Με έναν φοβερό πατέρα που οδηγούσε το καρότσι κουρεμένος γουλί. Έμοιαζε πάρα πολύ με τον Ζαν Ζενέ. Και με μια μάνα κωλοπετσωμένη την κυρά-Τασούλα, που μας τάιζε δεκαπέντε νοματαίους, όλη την ομάδα σχεδόν του «Ερμή» Αμυνταίου, δοξολογώντας τη φτώχεια της. Μας τάιζε με σαλάμια και τυριά, και λουκάνικα, με κρασιά και γλυκά, και καρπούζια, και πεπόνια, και μοσχοστάφυλα από του Σιστάκου. Δηλαδή έμπαινες μέσα στο σπίτι λιγνός και έβγαινες παχύς. Ο Γιώργος; Πραγματικός μεγαλομέτοχος της ανέμελης Ελλάδας. Ένας μικρός Ζορμπάς γεννημένος στο Σόροβιτς που άκμαζε στα μεγάλα παζάρια της περιοχής. Στου Αμυνταίου, στης Καστοριάς και στα Καϊλάρια δηλαδή στης Πτολεμαΐδας.
Μόρτης γιατί από την κούνια ήταν αλήτης. Από τον ουρανό θα έλεγα αλήτης. Θεόθεν αλήτης. Καθοδηγητής του ο ήλιος. Στέκι του η λιακάδα. Απόλαυσή του; Η μπάλα. Το πέτσινο τόπι στη γειτονιά. Η στρογγυλή «θεά» στο παλιό γήπεδο του Αμυνταίου. Στη «σταπίστα» όπως τη λέγαμε, δηλαδή «παγίδα» στα ντόπια. Εκεί καμιά ομάδα δεν μας νίκησε ποτέ. Ο Μόρτης, φλεγόμενος έζησε. Με ίμερο, παίζοντας μπάλα, πίνοντας ατέλειωτο κρασί και τσίπουρο μαζί με τον Καρίκα τον συγχωρεμένο, τον έφορο ποδοσφαίρου μας. Που είχε το θρυλικό βιβλιοπωλείο. Αυτός πρέπει να έχει πιει τόσο τσίπουρο όσα είναι τα κυβικά της Βεγορίτιδας. Φρενήρης στη ζωή του ο Κουμπάρος. Κουμπάρος, αν και κανένας δεν πάντρεψε τον άλλον. Εγώ με τρεις γάμους, αυτός με έναν επίσημο, με μια γυναίκα σπάνια, σπανιότατη από την Αυστραλία που τον εγκατέλειψε μη αντέχοντας πια τις μυριάδες απιστίες του και τις μυριάδες «ψευτιές» του κι έφυγε. Πήρε των ομματιών της και γύρισε πίσω στην πατρίδα της.
Η κατάληψη που έκανε ο Μόρτης στη Ζωή ήταν η πλήρης κατάληψη του Όντος. Τρομακτική σχιζοφρένεια ο τύπος. Θυμόσοφος. Με φράσεις αφοριστικές, γελοίες στην εκφορά αλλά με νόημα στο βάθος: «Κουμπάρε, τι να τα κάνεις τα λεφτά αφού δεν έχεις φράγκο;», «Κουμπάρε η ζωή είναι να μην τη μαθαίνεις, γιατί άμα τη μαθαίνεις σε ξεγράφει». Τεκίλας, όχι γιατί έπινε το παλιό γνωστό ηδύποτο της εποχής μας - με το οποίο ερωτεύτηκε η μισή γενιά του «114» - αλλά Τεκίλας γιατί χόρευε το ομώνυμο μάμπο. Ο μόνος χορός που ήξερε και τον χόρευε όπως ζούσε. Φιγουρατζίδικα. Με αυτοσχεδιασμούς και μικροσάλτα σαν αερόστατο, με χαμόγελα και υπαινιγμούς. Εξελιγμένα.
Ο Μόρτης δεν ήταν ψεύτης. Ήταν η ανώτερη φάση του ψεύδους, που μη γελάτε είναι η αλήθεια. Δεν του έφτανε που εξαπατούσε τις γυναίκες, την οικογένεια, τους φίλους, τους συμπαίκτες, τους αντιπάλους, ο αθεόφοβος εξαπατούσε μέχρι το τέλος της ζωής του, την ίδια του τη ζωή και τον εαυτό του.
Υπολογίζω να έχει φάει μια περιουσία της τάξεως τότε των 100 εκατομμυρίων δραχμών τότε! Όταν τη δεκαετία του ’60 με 60.000 δραχμές αγόραζες ένα διαμέρισμα…
Πού τα έφαγε; Στα κέντρα. Στα μπουζούκια κυρίως, αρχής γενομένης από τις «Μηλιές» στη Φλώρινα, με θριαμβευτική κατάληξη στα μεγάλα μπουζουξίδικα της Αθήνας. Εκεί ο Κουμπάρος σού στρωνόταν πρώτη μούρη, πρώτο τραπέζι πίστα. Και το χιλιάρικο να το εξευτελίζει. Και τον τραγουδιστή να τον μεταμορφώνει σε ανθισμένη μυγδαλιά από τα άνθη. Έτσι τον θυμάμαι. Άρχοντα. Ωνάση. Από πού έβγαζε λεφτά; Από τα θηριώδη μεροκάματα στα παζάρια. Με έσερνε και μένα δίπλα του. Πρέπει να έχω πουλήσει μαζί του πάνω από 5.000 κιλότες και σώβρακα. Και κάλτσες; Να ντυθεί ολόκληρος ο ελληνικός στρατός. Μεγάλο σκαθάρι. Και δεν του ’φτανε αυτό. Γύρισε όλα τα μπορντέλα της γης, σπίτωσε όλες τις γνωστές ιερόδουλες της οικουμένης, δεν διάλεξε ποτέ γυναίκα στο κρεβάτι του που δεν την είχε γνωρίσει στα μπουζούκια. Εκτός από τη γυναίκα του, που ω της ασεβούς συμπτώσεως, τη γνώρισε σε μια εκκλησία!
Ο κουμπάρος, σαν γνήσιος τυχοδιώκτης, είχε παίξει σε όλα τα καζίνο όλα τα παιχνίδια. Πόκα, μπαρμπούτι, κουμ καν, Θανάση, μπλακ τζακ, 21, 31, ρουλέτα, μονά – ζυγά, το τελευταίο νούμερο, δεν άφησε τίποτα στην ιστορία του τζόγου που να μην το παίξει. Έπινε σαν νεροφίδα, αλλά στις συναναστροφές του κύριος. Με τις γυναίκες; Τζεντλεμαν. Συμπεριφορά; Αριστοκράτη.
Ποδοσφαιριστής εξαιρετικός, δεξιοτέχνης, βιρτουόζος, τακουνάκιας, τριπλέρ απίστευτος, πασαδόρος στα χρόνια που μεσορανούσε ο Δομάζος με μπαλιά 40 μέτρα, αλλά χομπίστας. Μια δεκάρα δεν έδινε αν κερδίζαμε ή αν χάναμε. Φιγουρατζής. Στις προπονήσεις έκανε διακόσιες κεφαλιές με την μπάλα σα φώκια και τετρακόσια χτυπήματα με το κουντεπιέ. Σου έλεγε: «Θα χτυπήσω φάουλ τώρα κουμπάρε και η μπάλα θα πάει στο Γάμα». Και η αθεόφοβη πήγαινε εκεί που την έστελνε. «Κουμπάρε, η μπάλα είναι χειρότερη πουτάνα από τη γυναίκα. Με τη γυναίκα μπορεί να τα βρεις καμιά φορά, με την μπάλα ποτέ». Βρεθήκαμε μαζί στο Στάδιο της Νέας Φιλαδελφείας στα 1963 να μας δοκιμάζει σαν μεγάλα ταλέντα ο αείμνηστος Κώστας Πούλης, παικταράς στην ΑΕΚ εκείνης της εποχής και να περιμένει να υπογράψουμε ο Σεβαστάκης που είχε τα καλύτερα παπούτσια στην Ελλάδα. Προπονητής ο Αουρέτνικ. Περάσαμε από τα αποδυτήρια. Βρομούσανε. Ποδαρίλα. Πήρα και φόρεσα ένα λασπωμένο ζευγάρι πάνινα παπούτσια. Και βλέπω απέναντί μου τον Κουμπάρο με ένα τεράστιο χαμόγελο να με κοιτάζει σαν απολιθωμένος.
- Τι φοράς ρε Κουμπάρε;
- Τι φοράω, του λέω;
- Χρυσάφι φοράς, δεν το βλέπεις;
- Τι χρυσάφι ρε; Αυτά τα βρομοπάπουτσα;
- Κουμπάρε, φοράς τα παπούτσια του Νεστορίδη.
Πράγματι στη σόλα ήταν γραμμένο το όνομα «Κώστας Νεστορίδης». Ο παιχταράς εκείνης της εποχής, ο Νέστορας.
Το πώς ντυνόταν ο κουμπάρος ήταν άλλη ιστορία. Ορκωτός μόρτης φορούσε κάτι ξεχειλωμένα κοστούμια, πέντε πόντους παπούτσι, κάτι κλαίουσες γραβάτες, είχε τσεπιάσει τα χιλιάρικα από το παζάρι και σεργιανούσε όλο το βράδυ βροντολογώντας τις γκόμενες από δω κι από κει, ξενυχτώντας μέχρι πρωίας, και αβέρτα μετά στη δουλειά και ξανά για τον επιούσιο, και ξανά για την γκόμενα, και ξανά για κανένα χαρτάκι ενώ μεγάλωνε τα χρέη. Ποτέ του δεν έμαθε μια τέχνη. Ποτέ δεν δούλεψε σε κανέναν, μόνο αφεντικό. Αυτός, το καρότσι και το παζάρι. Μυστήριο άτομο. Ενθουσιαζόταν και ερωτευόταν την πάσα μία. Ερχόταν στην Αθήνα σα να πήγαινε στη Χονολουλού. Δεν τρόμαξε ποτέ του με τα τάλιρα, τα χιλιάρικα και τα ευρώ. Κάποια στιγμή δεν είχε σύνταξη. Δεν σκιάχτηκε. Έπαθε ζάχαρο, δεν χάλασε τη ζαχαρένια του. Κόντεψε να στραβωθεί, δεν φόρεσε γυαλιά. Δε μιλούσε λέξη αγγλικά αλλά δεν τον εμπόδισε να φέρει την Αυστραλέζα και να της κάνει δυο απιδιά. Αλατοπίπερο στη ζωή του, αμανάτι μεγάλο, ήταν ο ποδόγυρος.
Δεν ξέρω αν θα γυρίσει ξανά κοντά μας η ψυχή του Μόρτη να κάνει τον περίπατό της στο Αμύνταιο, να παίξει χαρτιά μέχρι πρωίας και όταν έρθει στην Αθήνα να κάνει τη συνηθισμένη του γύρα. Κρατηθείτε: Μάρθα Καραγιάννη, Νάντια Φοντάνα, Έρρικα Μπρόγιερ. Ο Κουμπάρος αυτές είχε φίλες και τα σπίτια όλων ανοιχτά για πάρτη του. Και να καταφτάνουν τα δώρα από τον Κουμπάρο σαν να ήταν εμίρης του Κατάρ. Και τα βράδια να τρέχουν τα ουίσκι στις πίστες. Απελπισία! Κανονικό ποτάμι. Και ο Κουμπάρος μπεχλιβάνικος, με μάτια χάντρες που παίζανε όλων των ειδών τα παιχνίδια να υποχρεώνει ιδιοκτήτες, γκαρσόν, λουλουδούδες, «φουσκωτούς», να υποκλίνονται στις κυρίες που προανέφερα και να τους ανοίγουν τις πόρτες.
Είναι βέβαιο ότι ο κουμπάρος πλέον είναι ψηλά στα σύννεφα και μας βλέπει στεγνός από εκεί και συλλογίζεται πως γίνεται οι άνθρωποι να μην αγαπούν την ζωή καθόλου. Το δικό του δόγμα για τη ζωή ήταν: «Να πίνιμι, να τρώγιμι και να γαμίμι», όπως μονολογούσε ο γνωστός ήρωας του Τσιφόρου «ο Ιβάν με τις επωμίδες» παλιός αξιωματικός του τσαρικού στρατού που ξέπεσε στην Τρούμπα. Πορτιέρης στους οίκους ανοχής.
Ο κουμπάρος ήταν μάρτυρας του «πολλοί την δόξαν εμίσησαν, τον πλούτον ουδείς». Έτσι το ήθελε. Αντεστραμμένο. Συνέχεια αυτό είχε για ρεφρέν. Πολλοί τον πλούτο και πολλοί τον πλούτο. Χωρίς να γνωρίζει ίχνος αλφαβήτας κονομούσε όποιο θηλυκό γούσταρε και καμάρωνε αμέσως μετά σε τραπέζι ξεγυρισμένο. Δόγμα του: Να πάρει και ο κύριος στην πόρτα, να πάρει και η λουλουδού, να πάρει και το γκαρσόνι, να φάει ο κόσμος όλος κι ο ντουνιάς.
Η ζωή δεν του έπαιξε παιχνίδια του Κουμπάρου παρά μόνον από τις πολλές καταχρήσεις εξασθένησε το όργανο και δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τους ρυθμούς του. Αρρυθμίες και στην καρδιά και αλλού. Ο Κουμπάρος του θανατά. Δεν ξέρω πόσα επεισόδια πέρασε, σακατεύτηκε. Αλλά το χαρτί, χαρτί, το ξενύχτι, ξενύχτι, και η γυναίκα, γυναίκα. Ο θυρεός αυτός κυμάτιζε πάντα, ακόμα και μεσίστιος. Θα μπορούσα να γράψω ένα ολόκληρο βιβλίο για τον φίλο μου τον Γιώργο, που περιφρονούσε το χρήμα, που ποτέ δεν μίλησε άσχημα σε άνθρωπο, που ήταν φιλόζωος, κυρίως εκ του γεγονότος ότι έτσι αποκαλούσε τις γυναίκες. «Κουμπάρε, το ωραιότερο ζώο στον κόσμο είναι η γυναίκα», έλεγε. Ο φίλος μου ο Σπύρος Αλεξίδης λέει ότι κάποτε σε έναν αγώνα «Ερμή» Αμυνταίου – «Μεγάλου Αλεξάνδρου» Φλωρίνης ο Κουμπάρος πούλησε το ματς. Δεν ξέρω τι συναλλαγή ήταν αυτή. Κάτι για πουκάμισα άκουσα, κάτι για ρούχα, αλλά είμαι βέβαιος ότι ο Κουμπάρος δεν πούλησε κανένα παιχνίδι. Τους κορόιδευε. Τώρα μπορώ να θυμηθώ με ποιον έμοιαζε ο Κουμπάρος. Έμοιαζα με αυτόν τον φοβερό ηθοποιό τον Έλι Γουάλας, στην ταινία: «Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος». Άσχημος ήταν σίγουρα. Κακός δεν υπήρξε ποτέ. Καλύτερο στην ψυχή και πιο συμπονετικό δεν γνώρισα.
Για την πένα του ποτέ κανείς από εμάς τους μικρόψυχους δεν θα βρεί να πεί κάτι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟύτε ένα ψεγάδι, δεν θα βρούμε.
Και εμείς που δεν ξέραμε τον Μόρτη,τον συμπαθήσαμε.