Πραγματοποιήθηκε χθες, ο επίσημος εορτασμός της επετείου της Εθνικής Αντίστασης στην πόλη της Φλώρινας. Οι εκδηλώσεις ξεκίνησαν με επίσημη δοξολογία στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Παντελεήμονα και συνεχίστηκαν με επιμνημόσυνη δέηση στο μνημείο της πλατείας Γεωργίου Μόδη.
Την ομιλία της επετείου εκφώνησε ο Γιώργος Χατζής, μηχανικός -καθηγητής Μ.Ε. Ακολουθεί το κείμενο της ομιλίας:
Έρχεται κάποτε η ώρα όπου ο καθένας μας ατομικά, αλλά και ως λαός συλλογικά όλοι μαζί, καλούμαστε να πούμε το μεγάλο ΝΑΙ, ή το μεγάλο ΟΧΙ. Το ΝΑΙ που θα μας ανακουφίσει προσώρας, αλλά θα μας στοιχειώνει ισοβίως, ή το μεγάλο ΟΧΙ που θα μας εξουθενώσει, ή και θα μας εξοντώσει, δικαιώνοντάς μας ωστόσο στην μελλοντική ιστορική μνήμη.
Ας αρχίσουμε όμως με δυο παράλληλες ιστορίες:
9 Απριλίου 1940, αρχές του ΒΠΠ, το Βασίλειον τής Δανιμαρκίας παραδίδεται αμαχητί και άνευ οιωνδήποτε διατυπώσεων στο 3ο Ράιχ. Η παράδοση γίνεται στον ίδιο τον χαμηλόβαθμο μοτοσυκλετιστή αγγελιοφόρο που μετέφερε το τελεσίγραφο. Και μάλιστα του επιδόθηκε και το Δανέζικο βασιλικό στέμμα, ως πειστήριο της υποτέλειας.
Για όσους επιμένουν στην πατρίδα μας αφελώς να επικαλούνται το σύνθημα της μετατροπής μας σε “Δανία του Νότου” καλό είναι να υπενθυμίσουμε την δεύτερη ιστορία, όπου λίγους μήνες αργότερα, στις 28 Οκτωβρίου στην Κηφισιά της Αθήνας ο Έλλην πρωθυπουργός απάντησε με ακριβώς αντίθετο τρόπο σε παρόμοιο τελεσίγραφο που του επέδωσε ο Ιταλός πρέσβυς. Το απερίφραστο ΟΧΙ του Ιωάννου Μεταξά ανοίγει έτσι έναν μακρόχρονο, αιματηρό, όσο και ένδοξο κύκλο Εθνικής Αντίστασης, υπό το επίσημο Ελληνικό κράτος στην αρχή, και υπό τον ίδιο τον Λαό, αυτο-οργανούμενο και αυτο-θεσμιζόμενο, αργότερα, κατά την διάρκεια τής Κατοχής.
Με κριτήρια χρησιμοθηρικά, με “αντικειμενική” εξέταση τής σχέσης κόστους -ωφέλους, το εγχείρημα τής αντίστασης ενάντια σε μια πανίσχυρη, όσο και αδίστακτη βαρβαρική αυτοκρατορία φαντάζει εντελώς παράλογο. Όμως η ανθρώπινη καρδιά δεν γνωρίζει αυτήν την αριθμητική. Ούτε οι υπερχιλιετής ιστορία μας, μια “Ιστορία Έρωτος και Αναρχίας”, μια ιστορία παράφορης αγάπης για την Ελευθερία θα συγχωρούσε οποιαδήποτα άλλη απάντηση. Γιατί αν κάτι μίσησαν οι Έλληνες σε όλη την μακρόσυρτη διάρκεια του Γένους τους, περισσότερο και από τον ίδιο τον θάνατο, αυτό ήταν η υποτέλεια. Και οι πρόγονοι πασχίζουν και ξαναζωντανεύουν μέσα μας, όταν καλούμαστε να απαντήσουμε στο μεγάλο δίλημμα, και έτσι αρχίζει πάντα ένας κύκλος -διαφορετικός κάθε φορά- Εθνικής Αντίστασης.
Ξαναζωντάνεψε λοιπόν το αρματολίκι στην Ελλάδα του 1940, τα μπράτσα σίδερο, φλόγα η ψυχή, στον αγώνα για την χιλιάκριβη την λευτεριά. Από την πρώτη κιόλας μέρα φάνηκε το ποιόν της Ελληνικής ψυχής που θα αντιμετώπιζε ο κατακτητής. Αυτή η πρώτη μέρα σημαδεύεται από δυο σημαντικές αυτοκτονίες:
Η συγγραφέας Πηνελόπη Δέλτα παίρνει δηλητήριο τις 27 Απριλίου 1941, στην είδηση της εισόδου των Γερμανών στην Αθήνα. Ας ελπίσουμε ότι οι απόγονοί της δεν θα ξεχάσουν την ύστατη αυτή ενεργεια.
Λίγη ώρα αργότερα ο νεαρός εύζωνας Κωνσταντίνος Κουκκίδης, διατασσόμενος από τους εισβολείς στην Ακρόπολη να υποστείλει την Ελληνική σημαία, τυλίγεται με αυτήν και ορμά στο κενό από τον ιερό βράχο. Το γεγονός προκαλεί την διαταγή να αναρτάται εφεξής η Ελληνική σημαία δίπλα στην Γερμανική. Δημοσιεύεται δε ένα μήνα αργότερα στην βρετανική Daily Mail.
Ο βράχος της Ακροπόλεως όμως γίνεται το σκηνικό και για μια άλλη αντιστασιακή πράξη με έντονο συμβολικό χαρακτήρα, την κρυφή δηλαδή υποστολή της Γερμανικής σημαίας από τους παράτολμους νεαρούς φοιτητές Σάντα και Γλέζο. Η εμμονή των Ελλήνων με τα εθνικά σύμβολα ως φορείς και ηθικούς άξονες της εθνικής ενότητας γίνεται όλο και πιο φανερή.
Εκείνες τις πρώτες μέρες δεν πρέπει να λησμονηθεί και η στάση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρύσανθου Φιλιππίδη, ο οποίος αρνούμενος να ορκίσει την διορισμένη κατοχική κυβέρνηση δήλωσε:
"Δεν μπορώ να ορκίσω Κυβέρνηση προβληθείσα από τον εχθρό, εμείς γνωρίζουμε ότι τις Κυβερνήσεις τις ορίζει ο λαός ή ο Βασιλεύς. Εδώ τώρα ούτε ο λαός εψήφισε την Κυβέρνηση, ούτε ο Βασιλεύς την όρισε. Πως ζητάτε να ορκίσω Κυβέρνηση υποδειχθείσα υπό του εχθρού; Δια να είναι όργανόν των;"
Πόσο τραγικά και ειρωνικά αλλά και πόσο διδακτικά δεν φαντάζουν αυτά τα λόγια ειδικά σήμερα εν έτει 2011, ειδικά σήμερα που τα έχουμε ανάγκη περισσότερο από ποτέ...
Το μούδιασμα των πρώτων σκοτεινών ημερών της κατοχής όμως κάποτε υποχωρεί, και ο Λαός αρχίζει να αντιδρά και να οργανώνεται. Η βοήθεια από την εξόριστη κυβέρνηση του Καΐρου μικρή, ενώ από τους συμμάχους προσφέρονται απλώς τα στοιχειώδη εκ τών αναγκαίων για τον αγώνα.
Στις 11 Σεπτεμβρίου 1941 αναγγέλεται η ίδρυση του «Εθνικού Δημοκρατικού Ελληνικού Συνδέσμου» (ΕΔΕΣ). Την πολιτική ηγεσία του ΕΔΕΣ διευθύνει ο θρυλικός στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας, με στρατιωτικό αρχηγό τον Ναπολέοντα Ζέρβα. Λίγο αργότερα ιδρύεται η «Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση» (ΕΚΚΑ). Τέλος στις 27 Σεπτεμβρίου 1941 γνωστοποιείται στον ελληνικό λαό με διάγγελμα η ίδρυση του «Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου», του γνωστού ΕΑΜ.
Ωστόσο το πρώτο μαζικό γεγονός τής Αντίστασης ξεσπά αυθόρμητα εκεί που ίσως δεν θα το περίμενε κανείς, δίχως την εμπλοκή και την καθηδήγηση των «επισήμων» αντιστασιακών οργανώσεων, αλλά με περισσή εθνική αγανάκτηση, στην περιοχή της Μακεδονίας, εκεί όπου οι Βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής από την πρώτη κιόλας ώρα άρχισαν να μεθοδεύουν με ωμότητα τον εθνικό αφελληνισμό των κατοίκων. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1941 ο λαός της Δράμας και των γύρω χωριών εξεγείρεται και καταλύει τις βουλγαρικές αρχές. Η αυθόρμητη αυτή εξέγερση, καταπνίγεται από τους Βούλγαρους που εκτελούν ομαδικά 3.000 πατριώτες στην πόλη της Δράμας και στο χωριό Δοξάτο.
Έκτοτε οι καταστροφές των χωριών και των πόλεων και οι μαζικές εκτελέσεις αμάχων γίνονται κυριολεκτικά καθημερινό φαινόμενο. Κατά μέσον όρο για τα επόμενα τριάμιση χρόνια κάθε δυο μέρες ένα χωριό στην Ελλάδα καίγεται, και οι κάτοικοί του αποδεκατίζονται... ο φόρος αίματος είναι πολύ βαρύς. Η πατρίδα μας βιώνει μια ιστορική καταστροφή, με τον παραγωγικό ιστό της να διαλύεται ολοσχερώς, και τον πληθυσμό της να υφίσταται απώλειες 10% επί του συνόλου. Μια καταστροφή για την οποία οι αυτουργοί και φυσικά οι υπόχρεοι σε ογκώδεις πολεμικές αποζημιώσεις ακόμα -70 χρόνια μετά- σφυρίζουν τάχα μου αδιάφορα...
Τα φρικτά -μεσαιωνικής λογικής- αντίποινα του κατακτητή, όσο και αν λειτουργούσαν ως αντικίνητρα στην ένοπλη αντιστασιακή δράση, ωστόσο δεν φαίνεται ότι στάθηκαν ικανά να την αποτρέψουν. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1942, στα Ρυκά της Παρνασσίδας δίνεται η πρώτη σημαντική μάχη ανάμεσα στους αντάρτες του Βελουχιώτη και στα ιταλικά στρατεύματα κατοχής. Οι Ιταλοί εξοντώνονται. Θα ακολουθήσουν πολλές ακόμα συμπλοκές και λοιπές στοχευμένες στρατιωτικές ενέργειες, που αν και ουδόλως δεν έλαβαν τον χαρακτήρα ανοικτής τακτικής σύγκρουσης, ωστόσο δεν άφησαν ποτέ τον κατακτητή να εφησυχάσει, υπενθυμίζοντάς του συνεχώς ότι τα αναταρτικά σώματα διατηρούσαν πάντοτε την επιχειρησιακή ικανότητα για πολύ οδυνηρά πλήγματα όπου αυτά επέλεγαν. Η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου στις 25 Νοεμβρίου 1942, την οποία και γιορτάζουμε σήμερα, είναι ένα τέτοιο χαρακτηριστικό πλήγμα. Η αν μη τι άλλο θεαματική απαγωγή και «ταχυδρόμηση» στο Κάϊρο του Γερμανού διοικητή της Κρήτης Φον-Κράιπε είναι επίσης αξιομνημόνευτη.
Μπορεί λοιπόν να μην έχουμε ανοικτή τακτική σύγκρουση με τις δυνάμεις κατοχής -πώς θα μπορούσε να γίνει άλλωστε- ωστόσο, όπως πολύ εύστοχα το είχε κάποτε θέσει ένας φωστήρ της Αμερικανικής και διεθνούς διπλωματίας «οι αντάρτες κερδίζουν όταν δεν χάνουν, αλλά ο τακτικός στρατός χάνει όταν δεν κερδίζει». Και η Ελλάδα, ποτέ δεν πέρασε στον πλήρη έλεγχο του κατακτητή.
Ειδικά στα ορεινά της Πίνδου έφτασε να υπάρχει ανακηρυγμένο επίσημο ελεύθερο Ελληνικό κράτος, με θαυμαστή για το εμπερίστατο τών καιρών οργάνωση των θεσμών του. Η «κυβέρνηση του βουνού» θα διατηρήσει υπό τον έλεγχό της μεγάλο μέρος της ορεινής ηπειρωτικής Ελλάδας, θα προστατέψει την γεωργική παραγωγή των περιοχών της, θα κόψει μάλιστα και δικό της νόμισμα. Αξιοσημείωτο είναι ότι εν μέσω πολέμου δεν έλειψαν οι δημοκρατικές διαδικασίες, με τον γυναικείο πληθυσμό να ψηφίζει για πρώτη φορά στην Νεοελληνική ιστορία.
Κατά τρόπο ανάλογο στην Κρήτη οι κατακτητές αρκέστηκαν στον έλεγχο των μεγάλων πόλεων, και σε επιδρομές στα χωριά της ενδοχώρας για αντίποινα (πολύ αιματηρά, ομολογουμένως). Τις δε ορεινές περιοχές, όπου δέσποζαν οι μορφές των καπεταναίων δεν τολμούσαν να τις προσεγγίσουν. Θετικά πιστώνεται επίσης για τους Κρητικούς το ότι δεν επέτρεψαν την παρείσφρηση του πολιτικού διχασμού που χαρακτήριζε τις αντιστασιακές οργανώσεις στην υπόλοιπη Ελλάδα. Το όνομα και μόνο του καπετάν-Μπαντουβά, του καπετάν-Κρασαναδάμη, και των λοιπών καπεταναίων ήταν ικανό να παγώσει το αίμα των κατακτητών, αλλά και των δοσιλόγων.Ειδικά οι δεύτεροι ήξεραν πως αν έμπαιναν στο στόχαστρο του Μπαντουβά το τέλος τους θα ήταν κοντά... και θα ήταν φρικτό!
Στο σημείο αυτό δεν μπορούμε όμως να μην αναφέρουμε και τα διδάγματα που εκπορεύονται από τις μνήμες της Εθνικής Αντίστασης, διδάγματα όχι μόνο θετικά, αλλά και προς αποφυγήν. Ο Λαός μπορεί να ενώθηκε και να έδρασε κατά του κατακτητή, με πολλά όμως παρατράγουδα, και πολλές «υποσημειώσεις». Ιδεολογικές ταυτίσεις με χώρους και συμφέροντα αλλότρια από του αμιγώς Εθνικού μας οδήγησαν σε διάσπαση του αντιστασιακού μετώπου. Οι σχηματισμοί του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ αντιμετώπιζαν αλλήλους συχνά με την ίδια καχυποψία που έβλεπαν και τους Γερμανούς. Όχι σπάνια, η υποστήριξη του «άλλου» ιδεολογικού χώρου ήταν αρκετή για να στιγματιστεί κάποιος ως προδότης.
Και τα πράγματα γίνονταν ακόμα χειρότερα με όσους επισήμως και ανοικτά συνεργάστηκαν με τον κατακτητή, άλλοτε με χαμερπή και νοσηρή ιδιοτέλεια, και άλλοτε με παντελώς ακατανόητα ιδεολογικά κίνητρα. Η ιστορία των ταγμάτων ασφαλείας, των «γερμανοτσολιάδων» ή αυτή της «μαύρης αγοράς», δεν νομίζω να μπορεί σήμερα να κάνει κάποιον περήφανο. Και δυστυχώς δεν είναι η μόνες...
Θα πρέπει όμως να μην λησμονούμε και τις στιγμές της ανιδιοτελούς και άδολης αντίστασης, τις στιγμές ξεχειλίσματος της ανθρωπιάς και της στήριξης στον ανώνυμο και άγνωστο «αδελφό» που πεινούσε ή κινδύνευε. Οι σχέσεις αδελφοσύνης που αναπτύχθηκαν, η εθελόθυτη στήριξη με κίνδυνο της ζωής στον όποιον διωκόμενο από τις δυνάμεις κατοχής, στον αντάρτη, στον ξένο φαντάρο ή στον εβραίο φυγά που κρύβονταν, όλα αυτά πρέπει να ενεργήσουν διδακτικά στην μνήμη την δική μας και των υπολοίπων γενεών.
Ειδικά στην περιοχή μας το γεγονός της ανιδιοτελούς φιλοξενίας ολόκληρων πληθυσμών χωριών που ισοπεδώθηκαν σε άλλα χωριά και οι εξ αυτής στενές ανθρώπινες σχέσεις που συνήφθησαν, δεν πρέπει να ξεχαστεί. Είναι υπόδειγμα έγερσης της ανθρωπιάς ενάντια στην βαρβαρότητα.
Όπως όμως δεν πρέπει να ξεχαστεί και η διπλή αντίσταση των Φλωρινιωτών, τόσο ενάντια στην ναζιστική κατοχή, όσο και ενάντια στην Βουλγαρική όψιμη πανσλαβιστική προπαγάνδα που στόχευε στην εθνική αλλοίωση. Οι γεροντότεροι τα θυμούνται καλύτερα, ας μάθουμε από αυτούς.
Μετά από όλα αυτά, και υπό την σκιά της σημερινής ενδεούς και εμπερίστατης κατάστασης όπου έχουμε περιέλθει, το ερώτημα εγείρεται αμείλικτο: Πόσο νομιμοποιούμαστε ηθικά εμείς να πανηγυρίζουμε και να εορτάζουμε την αντίσταση των πατεράδων μας έναντι του 3ου Ράιχ, εμείς που παραδοθήκαμε αμαχητί στο 4ο Ράιχ; Πώς μπορούμε δίχως να ευτελιζόμαστε να την επικαλούμαστε αυτήν την αντίσταση στην επιχειρηθείσα εθνική υποδούλωση στον ναζιστικό ολοκληρωτισμό εμείς που οικειοθελώς, ίσως και με ολίγη γλαφυρότητα παραδόσαμε «γην και ύδωρ» στον ολοκληρωτισμό των «αγορών» και της νεοταξικής παγκόσμιας οικονομίας; Με τι μούτρα θα τιμήσουμε τους ήρωες που τοτε αναβίωσαν το κολοκοτρωνέικο «την Ελλάδα θέλωμεν, και ας τρώγωμεν πέτρες» εμείς που χλωμιάζουμε από τον φόβο μην τυχόν και μας κόψουν την πολυθρύλητη «6η δόση» οι διεθνείς πρεζέμποροι;
Εν κατακλείδι, σας παρακαλώ συγχωρέστε μου το politically incorrect – «πολιτικώς» λανθασμένο, αιρετικό ίσως αλλά και αφελές ερώτημα:
Πώς μπορούμε να νοηματοδοτήσουμε και να φωτήσουμε την σκέψη και την δράση μας σε αυτά τα σκοτεινά χρόνια μέσα από τα διδάγματα και τον απόηχο της Εθνικής Αντίστασης εμείς οι βολεμένοι νεο-Έλληνες του 2011, όπου οι μισοί έχουμε ξεχάσει την λέξη «Αντίσταση» και οι άλλοι μισοί έχουμε μάθει να μισούμε την λέξη «Εθνική»;
Την ομιλία της επετείου εκφώνησε ο Γιώργος Χατζής, μηχανικός -καθηγητής Μ.Ε. Ακολουθεί το κείμενο της ομιλίας:
Έρχεται κάποτε η ώρα όπου ο καθένας μας ατομικά, αλλά και ως λαός συλλογικά όλοι μαζί, καλούμαστε να πούμε το μεγάλο ΝΑΙ, ή το μεγάλο ΟΧΙ. Το ΝΑΙ που θα μας ανακουφίσει προσώρας, αλλά θα μας στοιχειώνει ισοβίως, ή το μεγάλο ΟΧΙ που θα μας εξουθενώσει, ή και θα μας εξοντώσει, δικαιώνοντάς μας ωστόσο στην μελλοντική ιστορική μνήμη.
Ας αρχίσουμε όμως με δυο παράλληλες ιστορίες:
9 Απριλίου 1940, αρχές του ΒΠΠ, το Βασίλειον τής Δανιμαρκίας παραδίδεται αμαχητί και άνευ οιωνδήποτε διατυπώσεων στο 3ο Ράιχ. Η παράδοση γίνεται στον ίδιο τον χαμηλόβαθμο μοτοσυκλετιστή αγγελιοφόρο που μετέφερε το τελεσίγραφο. Και μάλιστα του επιδόθηκε και το Δανέζικο βασιλικό στέμμα, ως πειστήριο της υποτέλειας.
Για όσους επιμένουν στην πατρίδα μας αφελώς να επικαλούνται το σύνθημα της μετατροπής μας σε “Δανία του Νότου” καλό είναι να υπενθυμίσουμε την δεύτερη ιστορία, όπου λίγους μήνες αργότερα, στις 28 Οκτωβρίου στην Κηφισιά της Αθήνας ο Έλλην πρωθυπουργός απάντησε με ακριβώς αντίθετο τρόπο σε παρόμοιο τελεσίγραφο που του επέδωσε ο Ιταλός πρέσβυς. Το απερίφραστο ΟΧΙ του Ιωάννου Μεταξά ανοίγει έτσι έναν μακρόχρονο, αιματηρό, όσο και ένδοξο κύκλο Εθνικής Αντίστασης, υπό το επίσημο Ελληνικό κράτος στην αρχή, και υπό τον ίδιο τον Λαό, αυτο-οργανούμενο και αυτο-θεσμιζόμενο, αργότερα, κατά την διάρκεια τής Κατοχής.
Με κριτήρια χρησιμοθηρικά, με “αντικειμενική” εξέταση τής σχέσης κόστους -ωφέλους, το εγχείρημα τής αντίστασης ενάντια σε μια πανίσχυρη, όσο και αδίστακτη βαρβαρική αυτοκρατορία φαντάζει εντελώς παράλογο. Όμως η ανθρώπινη καρδιά δεν γνωρίζει αυτήν την αριθμητική. Ούτε οι υπερχιλιετής ιστορία μας, μια “Ιστορία Έρωτος και Αναρχίας”, μια ιστορία παράφορης αγάπης για την Ελευθερία θα συγχωρούσε οποιαδήποτα άλλη απάντηση. Γιατί αν κάτι μίσησαν οι Έλληνες σε όλη την μακρόσυρτη διάρκεια του Γένους τους, περισσότερο και από τον ίδιο τον θάνατο, αυτό ήταν η υποτέλεια. Και οι πρόγονοι πασχίζουν και ξαναζωντανεύουν μέσα μας, όταν καλούμαστε να απαντήσουμε στο μεγάλο δίλημμα, και έτσι αρχίζει πάντα ένας κύκλος -διαφορετικός κάθε φορά- Εθνικής Αντίστασης.
Ξαναζωντάνεψε λοιπόν το αρματολίκι στην Ελλάδα του 1940, τα μπράτσα σίδερο, φλόγα η ψυχή, στον αγώνα για την χιλιάκριβη την λευτεριά. Από την πρώτη κιόλας μέρα φάνηκε το ποιόν της Ελληνικής ψυχής που θα αντιμετώπιζε ο κατακτητής. Αυτή η πρώτη μέρα σημαδεύεται από δυο σημαντικές αυτοκτονίες:
Η συγγραφέας Πηνελόπη Δέλτα παίρνει δηλητήριο τις 27 Απριλίου 1941, στην είδηση της εισόδου των Γερμανών στην Αθήνα. Ας ελπίσουμε ότι οι απόγονοί της δεν θα ξεχάσουν την ύστατη αυτή ενεργεια.
Λίγη ώρα αργότερα ο νεαρός εύζωνας Κωνσταντίνος Κουκκίδης, διατασσόμενος από τους εισβολείς στην Ακρόπολη να υποστείλει την Ελληνική σημαία, τυλίγεται με αυτήν και ορμά στο κενό από τον ιερό βράχο. Το γεγονός προκαλεί την διαταγή να αναρτάται εφεξής η Ελληνική σημαία δίπλα στην Γερμανική. Δημοσιεύεται δε ένα μήνα αργότερα στην βρετανική Daily Mail.
Ο βράχος της Ακροπόλεως όμως γίνεται το σκηνικό και για μια άλλη αντιστασιακή πράξη με έντονο συμβολικό χαρακτήρα, την κρυφή δηλαδή υποστολή της Γερμανικής σημαίας από τους παράτολμους νεαρούς φοιτητές Σάντα και Γλέζο. Η εμμονή των Ελλήνων με τα εθνικά σύμβολα ως φορείς και ηθικούς άξονες της εθνικής ενότητας γίνεται όλο και πιο φανερή.
Εκείνες τις πρώτες μέρες δεν πρέπει να λησμονηθεί και η στάση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρύσανθου Φιλιππίδη, ο οποίος αρνούμενος να ορκίσει την διορισμένη κατοχική κυβέρνηση δήλωσε:
"Δεν μπορώ να ορκίσω Κυβέρνηση προβληθείσα από τον εχθρό, εμείς γνωρίζουμε ότι τις Κυβερνήσεις τις ορίζει ο λαός ή ο Βασιλεύς. Εδώ τώρα ούτε ο λαός εψήφισε την Κυβέρνηση, ούτε ο Βασιλεύς την όρισε. Πως ζητάτε να ορκίσω Κυβέρνηση υποδειχθείσα υπό του εχθρού; Δια να είναι όργανόν των;"
Πόσο τραγικά και ειρωνικά αλλά και πόσο διδακτικά δεν φαντάζουν αυτά τα λόγια ειδικά σήμερα εν έτει 2011, ειδικά σήμερα που τα έχουμε ανάγκη περισσότερο από ποτέ...
Το μούδιασμα των πρώτων σκοτεινών ημερών της κατοχής όμως κάποτε υποχωρεί, και ο Λαός αρχίζει να αντιδρά και να οργανώνεται. Η βοήθεια από την εξόριστη κυβέρνηση του Καΐρου μικρή, ενώ από τους συμμάχους προσφέρονται απλώς τα στοιχειώδη εκ τών αναγκαίων για τον αγώνα.
Στις 11 Σεπτεμβρίου 1941 αναγγέλεται η ίδρυση του «Εθνικού Δημοκρατικού Ελληνικού Συνδέσμου» (ΕΔΕΣ). Την πολιτική ηγεσία του ΕΔΕΣ διευθύνει ο θρυλικός στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας, με στρατιωτικό αρχηγό τον Ναπολέοντα Ζέρβα. Λίγο αργότερα ιδρύεται η «Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση» (ΕΚΚΑ). Τέλος στις 27 Σεπτεμβρίου 1941 γνωστοποιείται στον ελληνικό λαό με διάγγελμα η ίδρυση του «Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου», του γνωστού ΕΑΜ.
Ωστόσο το πρώτο μαζικό γεγονός τής Αντίστασης ξεσπά αυθόρμητα εκεί που ίσως δεν θα το περίμενε κανείς, δίχως την εμπλοκή και την καθηδήγηση των «επισήμων» αντιστασιακών οργανώσεων, αλλά με περισσή εθνική αγανάκτηση, στην περιοχή της Μακεδονίας, εκεί όπου οι Βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής από την πρώτη κιόλας ώρα άρχισαν να μεθοδεύουν με ωμότητα τον εθνικό αφελληνισμό των κατοίκων. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1941 ο λαός της Δράμας και των γύρω χωριών εξεγείρεται και καταλύει τις βουλγαρικές αρχές. Η αυθόρμητη αυτή εξέγερση, καταπνίγεται από τους Βούλγαρους που εκτελούν ομαδικά 3.000 πατριώτες στην πόλη της Δράμας και στο χωριό Δοξάτο.
Έκτοτε οι καταστροφές των χωριών και των πόλεων και οι μαζικές εκτελέσεις αμάχων γίνονται κυριολεκτικά καθημερινό φαινόμενο. Κατά μέσον όρο για τα επόμενα τριάμιση χρόνια κάθε δυο μέρες ένα χωριό στην Ελλάδα καίγεται, και οι κάτοικοί του αποδεκατίζονται... ο φόρος αίματος είναι πολύ βαρύς. Η πατρίδα μας βιώνει μια ιστορική καταστροφή, με τον παραγωγικό ιστό της να διαλύεται ολοσχερώς, και τον πληθυσμό της να υφίσταται απώλειες 10% επί του συνόλου. Μια καταστροφή για την οποία οι αυτουργοί και φυσικά οι υπόχρεοι σε ογκώδεις πολεμικές αποζημιώσεις ακόμα -70 χρόνια μετά- σφυρίζουν τάχα μου αδιάφορα...
Τα φρικτά -μεσαιωνικής λογικής- αντίποινα του κατακτητή, όσο και αν λειτουργούσαν ως αντικίνητρα στην ένοπλη αντιστασιακή δράση, ωστόσο δεν φαίνεται ότι στάθηκαν ικανά να την αποτρέψουν. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1942, στα Ρυκά της Παρνασσίδας δίνεται η πρώτη σημαντική μάχη ανάμεσα στους αντάρτες του Βελουχιώτη και στα ιταλικά στρατεύματα κατοχής. Οι Ιταλοί εξοντώνονται. Θα ακολουθήσουν πολλές ακόμα συμπλοκές και λοιπές στοχευμένες στρατιωτικές ενέργειες, που αν και ουδόλως δεν έλαβαν τον χαρακτήρα ανοικτής τακτικής σύγκρουσης, ωστόσο δεν άφησαν ποτέ τον κατακτητή να εφησυχάσει, υπενθυμίζοντάς του συνεχώς ότι τα αναταρτικά σώματα διατηρούσαν πάντοτε την επιχειρησιακή ικανότητα για πολύ οδυνηρά πλήγματα όπου αυτά επέλεγαν. Η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου στις 25 Νοεμβρίου 1942, την οποία και γιορτάζουμε σήμερα, είναι ένα τέτοιο χαρακτηριστικό πλήγμα. Η αν μη τι άλλο θεαματική απαγωγή και «ταχυδρόμηση» στο Κάϊρο του Γερμανού διοικητή της Κρήτης Φον-Κράιπε είναι επίσης αξιομνημόνευτη.
Μπορεί λοιπόν να μην έχουμε ανοικτή τακτική σύγκρουση με τις δυνάμεις κατοχής -πώς θα μπορούσε να γίνει άλλωστε- ωστόσο, όπως πολύ εύστοχα το είχε κάποτε θέσει ένας φωστήρ της Αμερικανικής και διεθνούς διπλωματίας «οι αντάρτες κερδίζουν όταν δεν χάνουν, αλλά ο τακτικός στρατός χάνει όταν δεν κερδίζει». Και η Ελλάδα, ποτέ δεν πέρασε στον πλήρη έλεγχο του κατακτητή.
Ειδικά στα ορεινά της Πίνδου έφτασε να υπάρχει ανακηρυγμένο επίσημο ελεύθερο Ελληνικό κράτος, με θαυμαστή για το εμπερίστατο τών καιρών οργάνωση των θεσμών του. Η «κυβέρνηση του βουνού» θα διατηρήσει υπό τον έλεγχό της μεγάλο μέρος της ορεινής ηπειρωτικής Ελλάδας, θα προστατέψει την γεωργική παραγωγή των περιοχών της, θα κόψει μάλιστα και δικό της νόμισμα. Αξιοσημείωτο είναι ότι εν μέσω πολέμου δεν έλειψαν οι δημοκρατικές διαδικασίες, με τον γυναικείο πληθυσμό να ψηφίζει για πρώτη φορά στην Νεοελληνική ιστορία.
Κατά τρόπο ανάλογο στην Κρήτη οι κατακτητές αρκέστηκαν στον έλεγχο των μεγάλων πόλεων, και σε επιδρομές στα χωριά της ενδοχώρας για αντίποινα (πολύ αιματηρά, ομολογουμένως). Τις δε ορεινές περιοχές, όπου δέσποζαν οι μορφές των καπεταναίων δεν τολμούσαν να τις προσεγγίσουν. Θετικά πιστώνεται επίσης για τους Κρητικούς το ότι δεν επέτρεψαν την παρείσφρηση του πολιτικού διχασμού που χαρακτήριζε τις αντιστασιακές οργανώσεις στην υπόλοιπη Ελλάδα. Το όνομα και μόνο του καπετάν-Μπαντουβά, του καπετάν-Κρασαναδάμη, και των λοιπών καπεταναίων ήταν ικανό να παγώσει το αίμα των κατακτητών, αλλά και των δοσιλόγων.Ειδικά οι δεύτεροι ήξεραν πως αν έμπαιναν στο στόχαστρο του Μπαντουβά το τέλος τους θα ήταν κοντά... και θα ήταν φρικτό!
Στο σημείο αυτό δεν μπορούμε όμως να μην αναφέρουμε και τα διδάγματα που εκπορεύονται από τις μνήμες της Εθνικής Αντίστασης, διδάγματα όχι μόνο θετικά, αλλά και προς αποφυγήν. Ο Λαός μπορεί να ενώθηκε και να έδρασε κατά του κατακτητή, με πολλά όμως παρατράγουδα, και πολλές «υποσημειώσεις». Ιδεολογικές ταυτίσεις με χώρους και συμφέροντα αλλότρια από του αμιγώς Εθνικού μας οδήγησαν σε διάσπαση του αντιστασιακού μετώπου. Οι σχηματισμοί του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ αντιμετώπιζαν αλλήλους συχνά με την ίδια καχυποψία που έβλεπαν και τους Γερμανούς. Όχι σπάνια, η υποστήριξη του «άλλου» ιδεολογικού χώρου ήταν αρκετή για να στιγματιστεί κάποιος ως προδότης.
Και τα πράγματα γίνονταν ακόμα χειρότερα με όσους επισήμως και ανοικτά συνεργάστηκαν με τον κατακτητή, άλλοτε με χαμερπή και νοσηρή ιδιοτέλεια, και άλλοτε με παντελώς ακατανόητα ιδεολογικά κίνητρα. Η ιστορία των ταγμάτων ασφαλείας, των «γερμανοτσολιάδων» ή αυτή της «μαύρης αγοράς», δεν νομίζω να μπορεί σήμερα να κάνει κάποιον περήφανο. Και δυστυχώς δεν είναι η μόνες...
Θα πρέπει όμως να μην λησμονούμε και τις στιγμές της ανιδιοτελούς και άδολης αντίστασης, τις στιγμές ξεχειλίσματος της ανθρωπιάς και της στήριξης στον ανώνυμο και άγνωστο «αδελφό» που πεινούσε ή κινδύνευε. Οι σχέσεις αδελφοσύνης που αναπτύχθηκαν, η εθελόθυτη στήριξη με κίνδυνο της ζωής στον όποιον διωκόμενο από τις δυνάμεις κατοχής, στον αντάρτη, στον ξένο φαντάρο ή στον εβραίο φυγά που κρύβονταν, όλα αυτά πρέπει να ενεργήσουν διδακτικά στην μνήμη την δική μας και των υπολοίπων γενεών.
Ειδικά στην περιοχή μας το γεγονός της ανιδιοτελούς φιλοξενίας ολόκληρων πληθυσμών χωριών που ισοπεδώθηκαν σε άλλα χωριά και οι εξ αυτής στενές ανθρώπινες σχέσεις που συνήφθησαν, δεν πρέπει να ξεχαστεί. Είναι υπόδειγμα έγερσης της ανθρωπιάς ενάντια στην βαρβαρότητα.
Όπως όμως δεν πρέπει να ξεχαστεί και η διπλή αντίσταση των Φλωρινιωτών, τόσο ενάντια στην ναζιστική κατοχή, όσο και ενάντια στην Βουλγαρική όψιμη πανσλαβιστική προπαγάνδα που στόχευε στην εθνική αλλοίωση. Οι γεροντότεροι τα θυμούνται καλύτερα, ας μάθουμε από αυτούς.
Μετά από όλα αυτά, και υπό την σκιά της σημερινής ενδεούς και εμπερίστατης κατάστασης όπου έχουμε περιέλθει, το ερώτημα εγείρεται αμείλικτο: Πόσο νομιμοποιούμαστε ηθικά εμείς να πανηγυρίζουμε και να εορτάζουμε την αντίσταση των πατεράδων μας έναντι του 3ου Ράιχ, εμείς που παραδοθήκαμε αμαχητί στο 4ο Ράιχ; Πώς μπορούμε δίχως να ευτελιζόμαστε να την επικαλούμαστε αυτήν την αντίσταση στην επιχειρηθείσα εθνική υποδούλωση στον ναζιστικό ολοκληρωτισμό εμείς που οικειοθελώς, ίσως και με ολίγη γλαφυρότητα παραδόσαμε «γην και ύδωρ» στον ολοκληρωτισμό των «αγορών» και της νεοταξικής παγκόσμιας οικονομίας; Με τι μούτρα θα τιμήσουμε τους ήρωες που τοτε αναβίωσαν το κολοκοτρωνέικο «την Ελλάδα θέλωμεν, και ας τρώγωμεν πέτρες» εμείς που χλωμιάζουμε από τον φόβο μην τυχόν και μας κόψουν την πολυθρύλητη «6η δόση» οι διεθνείς πρεζέμποροι;
Εν κατακλείδι, σας παρακαλώ συγχωρέστε μου το politically incorrect – «πολιτικώς» λανθασμένο, αιρετικό ίσως αλλά και αφελές ερώτημα:
Πώς μπορούμε να νοηματοδοτήσουμε και να φωτήσουμε την σκέψη και την δράση μας σε αυτά τα σκοτεινά χρόνια μέσα από τα διδάγματα και τον απόηχο της Εθνικής Αντίστασης εμείς οι βολεμένοι νεο-Έλληνες του 2011, όπου οι μισοί έχουμε ξεχάσει την λέξη «Αντίσταση» και οι άλλοι μισοί έχουμε μάθει να μισούμε την λέξη «Εθνική»;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.