Του Στυλιανού Δ. Μαυρίδη,
Δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάκτορα Νομικής ΑΠΘ, Πολιτευτή ΠΑΣΟΚ ΠΕ Φλώρινας.
Η πρόσφατη δημοσιονομική περιπέτεια της χώρας και ο κίνδυνος κατάρρευσης των ασφαλιστικών ταμείων, επέβαλε την ανάγκη στήριξής τους, μέσα από την αναδιάρθρωσή τους, τον εξορθολογισμό της λειτουργίας τους αλλά και τη χρηματοδοτική τους ενίσχυση. Στο πλαίσιο αυτό εκφράστηκαν διάφορες απόψεις, ενώ επιχειρήθηκε εν μέρει, νομοθετικά , και η αναδρομική επιβολή εισφορών.
Μοιραία τίθεται λοιπόν το ζήτημα εάν είναι επιτρεπτή η αναδρομική επιβολή εισφορών και σε ποια έκταση. Η επιχειρούμενη απάντηση στο εν λόγω ζήτημα καταλαμβάνει δύο σκέλη. Το πρώτο αφορά στη δυνατότητα νομοθετικής πρόβλεψης για αναδρομική επιβολή εισφορών και το δεύτερο στη δυνατότητα της Διοίκησης για αναδρομική επιβάρυνση – αναζήτηση εισφορών του ασφαλισμένου.
Η προσέγγιση του πρώτου σκέλους της επιχειρούμενης απάντησης συνδέεται άρρηκτα με τη νομική φύση των ασφαλιστικών εισφορών, προκειμένου να προσδιοριστεί εάν η έννοια των ασφαλιστικών εισφορών μπορεί να υπαχθεί σε μία από τις σαφώς και περιοριστικά προσδιορισμένες περιπτώσεις απαγόρευσης αναδρομικής ισχύος των νόμων που καθορίζει το Σύνταγμά μας και ειδικότερα, εάν η έννοια των εισφορών εντάσσεται στο ρυθμιστικό πεδίο της διάταξης του άρθρου 78 παρ. 2 Σ, το οποίο διακρίνει τα δημόσια βάρη σε δύο έννοιες γένους, ήτοι του φόρου και του οικονομικού βάρους .
Συγκεκριμένα, η διάταξη του άρθρου 78 παρ. 2 Σ ορίζει ότι «φόρος ή άλλο οποιοδήποτε οικονομικό βάρος δεν μπορεί να επιβληθεί με νόμο αναδρομικής ισχύος που εκτείνεται πέρα από το οικονομικό έτος το προηγούμενο εκείνου κατά το οποίο επιβλήθηκε». Η απαγόρευση της συγκεκριμένης διάταξης αφορά στους φόρους και σε οποιοδήποτε οικονομικό βάρος. Από τη διατύπωση της εν λόγω διάταξης προκύπτει αβίαστα το ερώτημα εάν η έννοια των ασφαλιστικών εισφορών εντάσσεται στην έννοια του φόρου ή του οποιουδήποτε άλλου οικονομικού βάρους, προκειμένου ακολούθως να θεωρηθεί ότι και στις περιπτώσεις αυτές απαγορεύεται η αναδρομική ισχύς του σχετικού νόμου.
Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη οι ασφαλιστικές εισφορές, αν και προσομοιάζουν με τους κοινωνικούς πόρους και με τους φόρους, δεν εντάσσονται στις παραπάνω έννοιες, αλλά διαθέτουν έναν «sui generis» χαρακτήρα, ιδίως μάλιστα ενόψει και του ανταποδοτικού χαρακτήρα τους .
Κατά την κρατούσα άποψη δηλαδή, η έννοια των ασφαλιστικών εισφορών δεν υπάγεται στο ρυθμιστικό πεδίο της διάταξης του άρθρου 78 παρ. 2 Σ, καθώς δεν αποτελεί ούτε φόρο ούτε άλλο οικονομικό βάρος .
Ενώ όμως, προκύπτει ευχερώς το συμπέρασμα ότι δεν είναι δυνατή η υπαγωγή της ασφαλιστικής εισφοράς στην έννοια του φόρου, λόγω του ανταποδοτικού της χαρακτήρα, εντούτοις, παραμένει το ζήτημα εάν μπορούν οι ασφαλιστικές εισφορές να υπαχθούν στην έννοια του οικονομικού βάρους, ιδίως μάλιστα οι εργοδοτικές εισφορές από τις οποίες εκλείπει εντελώς το στοιχείο της ανταποδοτικότητας.
Ακόμη δηλαδή και αν δεχθούμε τον «sui generis» χαρακτήρα της ασφαλιστικής εισφοράς, η ως άνω προσέγγιση δεν αιτιολογεί επαρκώς το γιατί δεν θα μπορούσε η συγκεκριμένη έννοια να υπαχθεί στην ευρύτερη έννοια του «οποιουδήποτε οικονομικού βάρους», ενόψει μάλιστα, του ότι η ασφαλιστική εισφορά συνιστά, ουσιαστικά, μία οικονομική επιβάρυνση για τον υπόχρεο καταβολής της. Και τούτο διότι η σχέση που δημιουργείται μεταξύ των δύο εννοιών δεν είναι σχέση αλληλοαποκλεισμού, αλλά σχέση συμπλήρωσης, καθότι η έννοια του οικονομικού βάρους αποτελεί την έννοια γένους – πλαίσιο στην οποία εντάσσεται η ειδικότερη έννοια του «sui generis» χαρακτήρα της ασφαλιστικής εισφοράς.
Πράγματι, φαίνεται πως οι ασφαλιστικές εισφορές συγκεντρώνουν τα χαρακτηριστικά του «οικονομικού βάρους». Συγκεκριμένα, επιβάλλονται από το νομοθέτη, εισπράττονται αναγκαστικά (όπως τα λοιπά δημόσια έσοδα) και αποσκοπούν στην χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης, αποτελώντας ταυτόχρονα τον αναγκαίο όρο για την πρόσβαση του ασφαλισμένου στις ασφαλιστικές παροχές.
Ειδικά δε οι εργοδοτικές εισφορές πληρούν όλα τα στοιχεία της έννοιας του «οικονομικού βάρους» του εργοδότη, καθότι εν προκειμένω εκλείπει και ο ανταποδοτικός χαρακτήρας της ασφαλιστικής εισφοράς. Άλλωστε, στερείται σημασίας το γεγονός ότι η ασφαλιστική εισφορά είναι ανταποδοτική αφού και υπό τον χαρακτήρα της αυτό έναντι του μισθωτού δεν παύει να αποτελεί απρόβλεπτο οικονομικό βάρος για τον εργοδότη .
Όλα τα ανωτέρω ενισχύονται και από τη διχοτόμηση της σύνταξης σε βασική και αναλογική που εισήχθη με το Ν. 3865/2010 «Μεταρρύθμιση Συνταξιοδοτικού Συστήματος Δημοσίου και συναφείς διατάξεις». Η βασική σύνταξη, η οποία χρηματοδοτείται από την κοινωνική αλληλεγγύη, οδηγεί στην άρση της ανταποδοτικότητας μεταξύ ασφαλιστικών εισφορών και βασικής σύνταξης, καθότι πριμοδοτείται ποσοστιαία από τη φορολογία. Επομένως, το αρχέγονο δίδυμο καταβαλλόμενων ασφαλιστικών εισφορών - σύνταξης αίρεται ήδη με τη θεσμοθέτηση της «βασικής σύνταξης».
Κατόπιν των ανωτέρω θα μπορούσε βάσιμα να υποστηριχθεί ότι η έννοια των ασφαλιστικών εισφορών εντάσσεται στην έννοια του «οικονομικού βάρους» του άρθρου 78 παρ. 2 Σ και συνεπώς, δεν είναι επιτρεπτή από το Σύνταγμα η αναδρομική επιβολή ασφαλιστικών εισφορών πέρα από το οικονομικό έτος το προηγούμενο εκείνου κατά το οποίο επιβλήθηκε.
Επισημαίνεται βέβαια, ότι το Σύνταγμα, κατ’ αρχήν, δεν απαγορεύει ρητά την αναδρομική ισχύ του νέου νόμου, παρά μόνο εφόσον αυτός επιφέρει δυσμενείς συνέπειες , ώστε δεν θα υπήρχε κανένα κώλυμα σε περίπτωση αναδρομικής κατάργησης εισφορών.
Όσον αφορά στο δεύτερο σκέλος του εν λόγω ζητήματος η αρχή της μη αναδρομικής επιβολής εισφορών προσφέρει την ασφαλή και μη αμφισβητούμενη διέξοδο. Ειδικότερα, σε περίπτωση υποχρεωτικής ασφάλισης, η παράλειψη των υπεύθυνων οργάνων του αρμόδιου ασφαλιστικού φορέα να εισπράξουν από ασφαλισμένο τις οφειλόμενες από αυτόν εισφορές δεν αποκλείει, κατ’ αρχήν, την εκ των υστέρων και εντός, βεβαίως, του χρόνου της τυχόν προβλεπόμενης παραγραφής, αξίωση του φορέα να του καταβάλει ο ασφαλισμένος τις ασφαλιστικές εισφορές που του αναλογούν για το παρελθόν.
Η δυνατότητα αυτή ωστόσο της διοίκησης για αναδρομική επιβάρυνση του ασφαλισμένου δεν είναι απεριόριστη. Αντίθετα, η ασφάλεια του δικαίου επιβάλλει την αποφυγή αιφνιδιασμού του υπόχρεου καταβολής εισφορών . Σε ένα δε κράτος δικαίου, έκφανση του οποίου αποτελεί η ασφάλεια δικαίου, απαγορεύεται η ανατροπή των καλόπιστα δημιουργηθέντων καταστάσεων, που είχαν ολοκληρωθεί στο παρελθόν.
Η αρχή λοιπόν, της μη αναδρομικής επιβολής εισφορών, ως ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης απαγορεύει την αναδρομική επιβάρυνση του υπόχρεου για καταβολή εισφορών, προστατεύοντας τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του τελευταίου περί της μη υποχρέωσής του καταβολής εισφορών.
Η αναδρομική δηλαδή, επιβάρυνση του ασφαλισμένου αντίκειται στην αρχή της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης, ειδικότερη έκφανση της οποίας αποτελεί η αρχή της μη αναδρομικής επιβολής εισφορών. Αρκεί βέβαια να συντρέχουν σωρευτικά δύο προϋποθέσεις, ήτοι α) εύλογη και σταθερή επί μακρόν πεποίθηση του ασφαλισμένου ότι δεν υπάγεται στην ασφάλιση του φορέα τούτου και γι’ αυτό δεν κατέβαλε τις βαρύνουσες αυτόν ασφαλιστικές εισφορές, πεποίθηση που προέρχεται από θετικές ενέργειες και όχι απλώς σχετική αδράνεια του ασφαλιστικού οργανισμού, και β) κίνδυνος σοβαρού κλονισμού της οικονομικής καταστάσεως του ασφαλισμένου .
Το ζήτημα βέβαια που ανακύπτει στην προκειμένη περίπτωση είναι ακριβώς η ερμηνεία και εφαρμογή των δύο αυτών προϋποθέσεων στην πράξη. Ειδικότερα και κατά πρώτο λόγο
α) απαιτείται σταθερή και δικαιολογημένη πεποίθηση του υπόχρεου καταβολής εισφορών περί μη οφειλής εισφορών, η οποία οφείλεται σε θετική συμπεριφορά των αρμοδίων οργάνων του ασφαλιστικού φορέα. Συγκεκριμένα, ο υπόχρεος καταβολής εισφορών πρέπει να πιστεύει, εξαιτίας της μακροχρόνιας συμπεριφοράς των οργάνων του ασφαλιστικού φορέα, ότι δεν οφείλει ασφαλιστικές εισφορές. Η πεποίθησή του αυτή θα πρέπει να είναι εύλογη και να στηρίζεται σε θετικές ενέργειες των οργάνων του ασφαλιστικού φορέα . Δεν αρκεί, δηλαδή, η αδράνεια των οργάνων του ασφαλιστικού φορέα για άσκηση του προσήκοντος ελέγχου και η μη όχληση του ασφαλισμένου για οφειλόμενες εισφορές .
Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι απαιτείται αφενός το υλικό στοιχείο της θετικής συμπεριφοράς της Διοίκησης και αφετέρου το υποκειμενικό κριτήριο της πεποίθησης του ασφαλισμένου ότι η διοικητική κατάσταση που τον αφορά θα συνεχιστεί και στο μέλλον . Μάλιστα, τα ανωτέρω δύο κριτήρια θα πρέπει να συντρέχουν σε όλη τη χρονική διάρκεια της μη καταβολής εισφορών.
Επί παραδείγματι, έχει κριθεί νομολογιακά ότι συνιστά θετική πράξη, η οποία δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο καταβολής εισφορών περί μη οφειλής τους: η υπόδειξη από το αρμόδιο όργανο ορισμένης συμπεριφοράς , η μη επισήμανση οφειλών παρά τη διενέργεια ελέγχων από τα αρμόδια όργανα , η διαβεβαίωση του υπαλλήλου περί μη ύπαρξης υποχρέωσης καταβολής ασφαλιστικών εισφορών .
Αντίθετα, έχει κριθεί ότι δε στοιχειοθετεί θετική πράξη η χορήγηση ασφαλιστικής ενημερότητας . Ούτε, η καθυστέρηση του Ταμείου να εξετάσει ένσταση του ασφαλισμένου εκπροσώπου ναυτιλιακής εταιρίας περί μη υπαγωγής του στο Τ.Α.Ν.Π.Υ. (α.ν. 275/1936) συνιστά θετική ενέργεια από την οποία θα μπορούσε να δημιουργηθεί στον ασφαλισμένο ασφαλής και εύλογη πεποίθηση ότι δεν υπάγεται στην ασφάλισή του . Άλλωστε, η σιωπή της Διοίκησης του Ταμείου δεν μπορεί να εκληφθεί ως σιωπηρή αποδοχή της ένστασης. Πράγματι, προκειμένου να εκληφθεί η σιωπή ως σιωπηρή αποδοχή, θα πρέπει να προβλέπεται ρητά στο νόμο. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν προβλέπεται στο α.ν. 275/1936. Επομένως, η σιωπή της Διοίκησης θα πρέπει να εκληφθεί ως σιωπηρή απόρριψη της ένστασης. Εξάλλου, ο νόμος δεν προβλέπει κάποια ειδική προθεσμία εντός της οποίας υποχρεούται να απαντήσει η Διοίκηση στις ενστάσεις.
β) Ταυτόχρονα και σωρευτικά απαιτείται κίνδυνος σοβαρού κλονισμού της οικονομικής κατάστασης του υπόχρεου καταβολής εισφορών . Η εν λόγω προϋπόθεση και απειλή κρίνεται in concreto, σε συσχέτιση με τις οικονομικές δυνάμεις του υπόχρεου και τις συγκεκριμένες συνθήκες . Έτσι, έχει κριθεί νομολογιακά ότι δεν ανακύπτει κίνδυνος κλονισμού της οικονομικής σταθερότητας λόγω του μικρού ύψους των επιβληθεισών εισφορών . Επισημαίνεται ότι, ο κίνδυνος της οικονομικής σταθερότητας πρέπει να προταθεί και να αποδειχθεί από τον υπόχρεο καταβολής εισφορών, άλλως ο λόγος απαλλαγής είναι απορριπτέος .
Κατόπιν των ανωτέρω προκύπτει ότι τόσο ο νομοθέτης όσο και η Διοίκηση έχουν συγκεκριμένα όρια όταν επιχειρούν να επιβαρύνουν αναδρομικά τους ασφαλισμένους με εισφορές. Ο νομοθέτης οφείλει να σέβεται τα όρια που θέτει το Σύνταγμα και ειδικότερα, εν προκειμένω, η διάταξη του άρθρου 78 παρ. 2 Σ στο ρυθμιστικό πεδίο της οποίας εντάσσεται και η έννοια των ασφαλιστικών εισφορών. Συνεπώς, δεν είναι επιτρεπτή από το Σύνταγμα η αναδρομική επιβολή ασφαλιστικών εισφορών πέρα από το οικονομικό έτος το προηγούμενο εκείνου κατά το οποίο επιβλήθηκε.
Αντίστοιχα και η διοίκηση δεσμεύεται από την αρχή της μη αναδρομικής επιβολής εισφορών, ως ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης. Σύμφωνα δε με την εν λόγω αρχή απαγορεύεται η αναδρομική επιβάρυνση του υπόχρεου για καταβολή εισφορών και προστατεύεται η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των πολιτών περί της μη υποχρέωσής του για καταβολή αυτών, όταν βέβαια συντρέχουν οι συγκεκριμένες, ως άνω, προϋποθέσεις.
* Το παρόν άρθρο έχει δημοσιευθεί στο επιστημονικό περιοδικό : Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου, εκδόσεις Σάκκουλα.
Μοιραία τίθεται λοιπόν το ζήτημα εάν είναι επιτρεπτή η αναδρομική επιβολή εισφορών και σε ποια έκταση. Η επιχειρούμενη απάντηση στο εν λόγω ζήτημα καταλαμβάνει δύο σκέλη. Το πρώτο αφορά στη δυνατότητα νομοθετικής πρόβλεψης για αναδρομική επιβολή εισφορών και το δεύτερο στη δυνατότητα της Διοίκησης για αναδρομική επιβάρυνση – αναζήτηση εισφορών του ασφαλισμένου.
Η προσέγγιση του πρώτου σκέλους της επιχειρούμενης απάντησης συνδέεται άρρηκτα με τη νομική φύση των ασφαλιστικών εισφορών, προκειμένου να προσδιοριστεί εάν η έννοια των ασφαλιστικών εισφορών μπορεί να υπαχθεί σε μία από τις σαφώς και περιοριστικά προσδιορισμένες περιπτώσεις απαγόρευσης αναδρομικής ισχύος των νόμων που καθορίζει το Σύνταγμά μας και ειδικότερα, εάν η έννοια των εισφορών εντάσσεται στο ρυθμιστικό πεδίο της διάταξης του άρθρου 78 παρ. 2 Σ, το οποίο διακρίνει τα δημόσια βάρη σε δύο έννοιες γένους, ήτοι του φόρου και του οικονομικού βάρους .
Συγκεκριμένα, η διάταξη του άρθρου 78 παρ. 2 Σ ορίζει ότι «φόρος ή άλλο οποιοδήποτε οικονομικό βάρος δεν μπορεί να επιβληθεί με νόμο αναδρομικής ισχύος που εκτείνεται πέρα από το οικονομικό έτος το προηγούμενο εκείνου κατά το οποίο επιβλήθηκε». Η απαγόρευση της συγκεκριμένης διάταξης αφορά στους φόρους και σε οποιοδήποτε οικονομικό βάρος. Από τη διατύπωση της εν λόγω διάταξης προκύπτει αβίαστα το ερώτημα εάν η έννοια των ασφαλιστικών εισφορών εντάσσεται στην έννοια του φόρου ή του οποιουδήποτε άλλου οικονομικού βάρους, προκειμένου ακολούθως να θεωρηθεί ότι και στις περιπτώσεις αυτές απαγορεύεται η αναδρομική ισχύς του σχετικού νόμου.
Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη οι ασφαλιστικές εισφορές, αν και προσομοιάζουν με τους κοινωνικούς πόρους και με τους φόρους, δεν εντάσσονται στις παραπάνω έννοιες, αλλά διαθέτουν έναν «sui generis» χαρακτήρα, ιδίως μάλιστα ενόψει και του ανταποδοτικού χαρακτήρα τους .
Κατά την κρατούσα άποψη δηλαδή, η έννοια των ασφαλιστικών εισφορών δεν υπάγεται στο ρυθμιστικό πεδίο της διάταξης του άρθρου 78 παρ. 2 Σ, καθώς δεν αποτελεί ούτε φόρο ούτε άλλο οικονομικό βάρος .
Ενώ όμως, προκύπτει ευχερώς το συμπέρασμα ότι δεν είναι δυνατή η υπαγωγή της ασφαλιστικής εισφοράς στην έννοια του φόρου, λόγω του ανταποδοτικού της χαρακτήρα, εντούτοις, παραμένει το ζήτημα εάν μπορούν οι ασφαλιστικές εισφορές να υπαχθούν στην έννοια του οικονομικού βάρους, ιδίως μάλιστα οι εργοδοτικές εισφορές από τις οποίες εκλείπει εντελώς το στοιχείο της ανταποδοτικότητας.
Ακόμη δηλαδή και αν δεχθούμε τον «sui generis» χαρακτήρα της ασφαλιστικής εισφοράς, η ως άνω προσέγγιση δεν αιτιολογεί επαρκώς το γιατί δεν θα μπορούσε η συγκεκριμένη έννοια να υπαχθεί στην ευρύτερη έννοια του «οποιουδήποτε οικονομικού βάρους», ενόψει μάλιστα, του ότι η ασφαλιστική εισφορά συνιστά, ουσιαστικά, μία οικονομική επιβάρυνση για τον υπόχρεο καταβολής της. Και τούτο διότι η σχέση που δημιουργείται μεταξύ των δύο εννοιών δεν είναι σχέση αλληλοαποκλεισμού, αλλά σχέση συμπλήρωσης, καθότι η έννοια του οικονομικού βάρους αποτελεί την έννοια γένους – πλαίσιο στην οποία εντάσσεται η ειδικότερη έννοια του «sui generis» χαρακτήρα της ασφαλιστικής εισφοράς.
Πράγματι, φαίνεται πως οι ασφαλιστικές εισφορές συγκεντρώνουν τα χαρακτηριστικά του «οικονομικού βάρους». Συγκεκριμένα, επιβάλλονται από το νομοθέτη, εισπράττονται αναγκαστικά (όπως τα λοιπά δημόσια έσοδα) και αποσκοπούν στην χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης, αποτελώντας ταυτόχρονα τον αναγκαίο όρο για την πρόσβαση του ασφαλισμένου στις ασφαλιστικές παροχές.
Ειδικά δε οι εργοδοτικές εισφορές πληρούν όλα τα στοιχεία της έννοιας του «οικονομικού βάρους» του εργοδότη, καθότι εν προκειμένω εκλείπει και ο ανταποδοτικός χαρακτήρας της ασφαλιστικής εισφοράς. Άλλωστε, στερείται σημασίας το γεγονός ότι η ασφαλιστική εισφορά είναι ανταποδοτική αφού και υπό τον χαρακτήρα της αυτό έναντι του μισθωτού δεν παύει να αποτελεί απρόβλεπτο οικονομικό βάρος για τον εργοδότη .
Όλα τα ανωτέρω ενισχύονται και από τη διχοτόμηση της σύνταξης σε βασική και αναλογική που εισήχθη με το Ν. 3865/2010 «Μεταρρύθμιση Συνταξιοδοτικού Συστήματος Δημοσίου και συναφείς διατάξεις». Η βασική σύνταξη, η οποία χρηματοδοτείται από την κοινωνική αλληλεγγύη, οδηγεί στην άρση της ανταποδοτικότητας μεταξύ ασφαλιστικών εισφορών και βασικής σύνταξης, καθότι πριμοδοτείται ποσοστιαία από τη φορολογία. Επομένως, το αρχέγονο δίδυμο καταβαλλόμενων ασφαλιστικών εισφορών - σύνταξης αίρεται ήδη με τη θεσμοθέτηση της «βασικής σύνταξης».
Κατόπιν των ανωτέρω θα μπορούσε βάσιμα να υποστηριχθεί ότι η έννοια των ασφαλιστικών εισφορών εντάσσεται στην έννοια του «οικονομικού βάρους» του άρθρου 78 παρ. 2 Σ και συνεπώς, δεν είναι επιτρεπτή από το Σύνταγμα η αναδρομική επιβολή ασφαλιστικών εισφορών πέρα από το οικονομικό έτος το προηγούμενο εκείνου κατά το οποίο επιβλήθηκε.
Επισημαίνεται βέβαια, ότι το Σύνταγμα, κατ’ αρχήν, δεν απαγορεύει ρητά την αναδρομική ισχύ του νέου νόμου, παρά μόνο εφόσον αυτός επιφέρει δυσμενείς συνέπειες , ώστε δεν θα υπήρχε κανένα κώλυμα σε περίπτωση αναδρομικής κατάργησης εισφορών.
Όσον αφορά στο δεύτερο σκέλος του εν λόγω ζητήματος η αρχή της μη αναδρομικής επιβολής εισφορών προσφέρει την ασφαλή και μη αμφισβητούμενη διέξοδο. Ειδικότερα, σε περίπτωση υποχρεωτικής ασφάλισης, η παράλειψη των υπεύθυνων οργάνων του αρμόδιου ασφαλιστικού φορέα να εισπράξουν από ασφαλισμένο τις οφειλόμενες από αυτόν εισφορές δεν αποκλείει, κατ’ αρχήν, την εκ των υστέρων και εντός, βεβαίως, του χρόνου της τυχόν προβλεπόμενης παραγραφής, αξίωση του φορέα να του καταβάλει ο ασφαλισμένος τις ασφαλιστικές εισφορές που του αναλογούν για το παρελθόν.
Η δυνατότητα αυτή ωστόσο της διοίκησης για αναδρομική επιβάρυνση του ασφαλισμένου δεν είναι απεριόριστη. Αντίθετα, η ασφάλεια του δικαίου επιβάλλει την αποφυγή αιφνιδιασμού του υπόχρεου καταβολής εισφορών . Σε ένα δε κράτος δικαίου, έκφανση του οποίου αποτελεί η ασφάλεια δικαίου, απαγορεύεται η ανατροπή των καλόπιστα δημιουργηθέντων καταστάσεων, που είχαν ολοκληρωθεί στο παρελθόν.
Η αρχή λοιπόν, της μη αναδρομικής επιβολής εισφορών, ως ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης απαγορεύει την αναδρομική επιβάρυνση του υπόχρεου για καταβολή εισφορών, προστατεύοντας τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του τελευταίου περί της μη υποχρέωσής του καταβολής εισφορών.
Η αναδρομική δηλαδή, επιβάρυνση του ασφαλισμένου αντίκειται στην αρχή της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης, ειδικότερη έκφανση της οποίας αποτελεί η αρχή της μη αναδρομικής επιβολής εισφορών. Αρκεί βέβαια να συντρέχουν σωρευτικά δύο προϋποθέσεις, ήτοι α) εύλογη και σταθερή επί μακρόν πεποίθηση του ασφαλισμένου ότι δεν υπάγεται στην ασφάλιση του φορέα τούτου και γι’ αυτό δεν κατέβαλε τις βαρύνουσες αυτόν ασφαλιστικές εισφορές, πεποίθηση που προέρχεται από θετικές ενέργειες και όχι απλώς σχετική αδράνεια του ασφαλιστικού οργανισμού, και β) κίνδυνος σοβαρού κλονισμού της οικονομικής καταστάσεως του ασφαλισμένου .
Το ζήτημα βέβαια που ανακύπτει στην προκειμένη περίπτωση είναι ακριβώς η ερμηνεία και εφαρμογή των δύο αυτών προϋποθέσεων στην πράξη. Ειδικότερα και κατά πρώτο λόγο
α) απαιτείται σταθερή και δικαιολογημένη πεποίθηση του υπόχρεου καταβολής εισφορών περί μη οφειλής εισφορών, η οποία οφείλεται σε θετική συμπεριφορά των αρμοδίων οργάνων του ασφαλιστικού φορέα. Συγκεκριμένα, ο υπόχρεος καταβολής εισφορών πρέπει να πιστεύει, εξαιτίας της μακροχρόνιας συμπεριφοράς των οργάνων του ασφαλιστικού φορέα, ότι δεν οφείλει ασφαλιστικές εισφορές. Η πεποίθησή του αυτή θα πρέπει να είναι εύλογη και να στηρίζεται σε θετικές ενέργειες των οργάνων του ασφαλιστικού φορέα . Δεν αρκεί, δηλαδή, η αδράνεια των οργάνων του ασφαλιστικού φορέα για άσκηση του προσήκοντος ελέγχου και η μη όχληση του ασφαλισμένου για οφειλόμενες εισφορές .
Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι απαιτείται αφενός το υλικό στοιχείο της θετικής συμπεριφοράς της Διοίκησης και αφετέρου το υποκειμενικό κριτήριο της πεποίθησης του ασφαλισμένου ότι η διοικητική κατάσταση που τον αφορά θα συνεχιστεί και στο μέλλον . Μάλιστα, τα ανωτέρω δύο κριτήρια θα πρέπει να συντρέχουν σε όλη τη χρονική διάρκεια της μη καταβολής εισφορών.
Επί παραδείγματι, έχει κριθεί νομολογιακά ότι συνιστά θετική πράξη, η οποία δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο καταβολής εισφορών περί μη οφειλής τους: η υπόδειξη από το αρμόδιο όργανο ορισμένης συμπεριφοράς , η μη επισήμανση οφειλών παρά τη διενέργεια ελέγχων από τα αρμόδια όργανα , η διαβεβαίωση του υπαλλήλου περί μη ύπαρξης υποχρέωσης καταβολής ασφαλιστικών εισφορών .
Αντίθετα, έχει κριθεί ότι δε στοιχειοθετεί θετική πράξη η χορήγηση ασφαλιστικής ενημερότητας . Ούτε, η καθυστέρηση του Ταμείου να εξετάσει ένσταση του ασφαλισμένου εκπροσώπου ναυτιλιακής εταιρίας περί μη υπαγωγής του στο Τ.Α.Ν.Π.Υ. (α.ν. 275/1936) συνιστά θετική ενέργεια από την οποία θα μπορούσε να δημιουργηθεί στον ασφαλισμένο ασφαλής και εύλογη πεποίθηση ότι δεν υπάγεται στην ασφάλισή του . Άλλωστε, η σιωπή της Διοίκησης του Ταμείου δεν μπορεί να εκληφθεί ως σιωπηρή αποδοχή της ένστασης. Πράγματι, προκειμένου να εκληφθεί η σιωπή ως σιωπηρή αποδοχή, θα πρέπει να προβλέπεται ρητά στο νόμο. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν προβλέπεται στο α.ν. 275/1936. Επομένως, η σιωπή της Διοίκησης θα πρέπει να εκληφθεί ως σιωπηρή απόρριψη της ένστασης. Εξάλλου, ο νόμος δεν προβλέπει κάποια ειδική προθεσμία εντός της οποίας υποχρεούται να απαντήσει η Διοίκηση στις ενστάσεις.
β) Ταυτόχρονα και σωρευτικά απαιτείται κίνδυνος σοβαρού κλονισμού της οικονομικής κατάστασης του υπόχρεου καταβολής εισφορών . Η εν λόγω προϋπόθεση και απειλή κρίνεται in concreto, σε συσχέτιση με τις οικονομικές δυνάμεις του υπόχρεου και τις συγκεκριμένες συνθήκες . Έτσι, έχει κριθεί νομολογιακά ότι δεν ανακύπτει κίνδυνος κλονισμού της οικονομικής σταθερότητας λόγω του μικρού ύψους των επιβληθεισών εισφορών . Επισημαίνεται ότι, ο κίνδυνος της οικονομικής σταθερότητας πρέπει να προταθεί και να αποδειχθεί από τον υπόχρεο καταβολής εισφορών, άλλως ο λόγος απαλλαγής είναι απορριπτέος .
Κατόπιν των ανωτέρω προκύπτει ότι τόσο ο νομοθέτης όσο και η Διοίκηση έχουν συγκεκριμένα όρια όταν επιχειρούν να επιβαρύνουν αναδρομικά τους ασφαλισμένους με εισφορές. Ο νομοθέτης οφείλει να σέβεται τα όρια που θέτει το Σύνταγμα και ειδικότερα, εν προκειμένω, η διάταξη του άρθρου 78 παρ. 2 Σ στο ρυθμιστικό πεδίο της οποίας εντάσσεται και η έννοια των ασφαλιστικών εισφορών. Συνεπώς, δεν είναι επιτρεπτή από το Σύνταγμα η αναδρομική επιβολή ασφαλιστικών εισφορών πέρα από το οικονομικό έτος το προηγούμενο εκείνου κατά το οποίο επιβλήθηκε.
Αντίστοιχα και η διοίκηση δεσμεύεται από την αρχή της μη αναδρομικής επιβολής εισφορών, ως ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης. Σύμφωνα δε με την εν λόγω αρχή απαγορεύεται η αναδρομική επιβάρυνση του υπόχρεου για καταβολή εισφορών και προστατεύεται η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των πολιτών περί της μη υποχρέωσής του για καταβολή αυτών, όταν βέβαια συντρέχουν οι συγκεκριμένες, ως άνω, προϋποθέσεις.
* Το παρόν άρθρο έχει δημοσιευθεί στο επιστημονικό περιοδικό : Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου, εκδόσεις Σάκκουλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.