Ο Αρχιεπίσκοπος προτού κηρύξει το βράδυ της Κυριακής την επίσημη έναρξη των εορτασμών για την απελευθέρωση της Φλωρίνης από τους Τούρκους, ταξίδεψε με τον επιχώριο Μητροπολίτη Θεόκλητο ως τις Πρέσπες. Κοντά τους ο Μητροπολίτης Ιλίου Αθηναγόρας, ο Αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου, Επίσκοπος Διαυλείας Γαβριήλ, ο Πρωτοσύγκελος της Αρχιεπισκοπής Αθηνών π. Μάξιμος και ο Πρωτοσύγκελος της Μητρόπολης Φλωρίνης π. Ιουστίνος. Τους αρχιερείς υποδέχτηκε ο Δήμαρχος Πρεσπών κ. Βασίλειος Τσέπας.
Η βασιλική του Αγίου Αχιλλείου κτίστηκε μετά το 983 ή το 986, από τον τσάρο των Βουλγάρων Σαμουήλ με σκοπό να στεγάσει το σκήνωμα του Αγίου Αχιλλείου, επισκόπου Λαρίσης, το οποίο είχαν μεταφέρει από τη Λάρισα τα βουλγαρικά στρατεύματα, μετά την κατάληψη της θεσσαλικής πόλης. Ο ναός ιδρύθηκε ως επισκοπικός, προκειμένου να στεγάσει την έδρα του βουλγαρικού πατριαρχείου για ένα σύντομο διάστημα, μετά τη μεταφορά του από την Έδεσσα. Μετά την παλινόρθωση της βυζαντινής κυριαρχίας στην περιοχή, από το 1018 και εξής, ο ναός λειτούργησε ως επισκοπικός έως τις πρώτες δεκαετίες του 15ου αιώνα.
Πρόκειται για μια τρίκλιτη ξυλόστεγη μεσοβυζαντινή βασιλική με νάρθηκα. Ο ναός χωρίζεται σε τρία κλίτη με δύο ψηλές πεσσοστοιχίες, που φέρουν από δύο σειρές τόξων.
Στις πρώτες δεκαετίες του 11ου αιώνα ανήκει ο ανεικονικός διάκοσμος της κόγχης του ιερού: επάνω από το σύνθρονο απεικονίζονται δεκαοκτώ αψίδες ζωγραφισμένες με κόκκινο χρώμα. Ανάμεσά τους αναγράφονται με ελληνικά στοιχεία οι έδρες των επισκόπων που υπάγονταν στην Αρχιεπισκοπή Αχρίδας. Στη δεύτερη φάση, που χρονολογείται στο 12ο αιώνα, ανήκουν οι λιγοστές μορφές των στρατιωτικών αγίων, της Παναγίας και ενός αγγέλου που αποκολλήθηκαν και εκτίθενται στο Μουσείο της Φλώρινας. Τα τεχνοτροπικά γνωρίσματά τους παραπέμπουν σε καστοριανές τοιχογραφίες του 12ου αιώνα.
Η βασιλική του Αγίου Αχιλλείου κτίστηκε μετά το 983 ή το 986, από τον τσάρο των Βουλγάρων Σαμουήλ με σκοπό να στεγάσει το σκήνωμα του Αγίου Αχιλλείου, επισκόπου Λαρίσης, το οποίο είχαν μεταφέρει από τη Λάρισα τα βουλγαρικά στρατεύματα, μετά την κατάληψη της θεσσαλικής πόλης. Ο ναός ιδρύθηκε ως επισκοπικός, προκειμένου να στεγάσει την έδρα του βουλγαρικού πατριαρχείου για ένα σύντομο διάστημα, μετά τη μεταφορά του από την Έδεσσα. Μετά την παλινόρθωση της βυζαντινής κυριαρχίας στην περιοχή, από το 1018 και εξής, ο ναός λειτούργησε ως επισκοπικός έως τις πρώτες δεκαετίες του 15ου αιώνα.
Πρόκειται για μια τρίκλιτη ξυλόστεγη μεσοβυζαντινή βασιλική με νάρθηκα. Ο ναός χωρίζεται σε τρία κλίτη με δύο ψηλές πεσσοστοιχίες, που φέρουν από δύο σειρές τόξων.
Στις πρώτες δεκαετίες του 11ου αιώνα ανήκει ο ανεικονικός διάκοσμος της κόγχης του ιερού: επάνω από το σύνθρονο απεικονίζονται δεκαοκτώ αψίδες ζωγραφισμένες με κόκκινο χρώμα. Ανάμεσά τους αναγράφονται με ελληνικά στοιχεία οι έδρες των επισκόπων που υπάγονταν στην Αρχιεπισκοπή Αχρίδας. Στη δεύτερη φάση, που χρονολογείται στο 12ο αιώνα, ανήκουν οι λιγοστές μορφές των στρατιωτικών αγίων, της Παναγίας και ενός αγγέλου που αποκολλήθηκαν και εκτίθενται στο Μουσείο της Φλώρινας. Τα τεχνοτροπικά γνωρίσματά τους παραπέμπουν σε καστοριανές τοιχογραφίες του 12ου αιώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.