Η ομιλία της φιλολόγου κας Ευαγγελίας Ρίζου, κατά την εκδήλωση εορτασμού της εθνικής επετείου της 28ης Οκτωβρίου 1940
Ὁ ἥλιος ἀποχαιρετοῦσε γιά ἀκόμη μία φορᾶ τήν πρωτεύουσα, ἕνα χειμωνιάτικο δειλινό τοῦ 1952, καί τό λυκόφως ἔλουζε στά πορφυρά τήν Πλατεία Κλαυθμῶνος καί τό Ὑπουργεῖο Ναυτικοῦ πού βρισκόταν τότε στήν περιοχή ἐκείνη, μέ τή σημαία νά κυματίζει ἀκόμα στό κτήριο. Ὅπως θά θυμοῦνται οἱ παλαιότεροι τότε, κάθε πρωί, γινόταν ἔπαρση σημαίας καί σταματοῦσαν τά... πάντα, ὅπως καί στή δύση τοῦ ἡλίου γινόταν ὑποστολή. Τό ἄγημα ἀποδόσεως τιμῶν ἦταν στόν χῶρο του, καί ἀκούγεται ὁ σαλπιγκτής νά δίνει τό σύνθημα γιά τήν ὑποστολή τῆς σημαίας. Τό ἄγημα παρουσιάζει ὄπλα. Ὁ ἀξιωματικός χαιρετᾶ καί παίζεται ὁ Θούριος. Ὅλοι οἱ παριστάμενοι ἐκεῖ καί οἱ περαστικοί, σταθήκανε σέ στάση προσοχῆς. Ἀποδίδουμε μέ αὐτό τόν τρόπο τήν τιμή στό ἱερό μας σύμβολο, στή γαλανόλευκη σημαία. Τελειώνοντας ἡ διαδικασία τῆς ὑποστολῆς τῆς σημαίας, οἱ διαβάτες συνεχίζουν τό δρόμο τους. Ξαφνικά ὁ νεαρός ἀξιωματικός κατευθύνεται θυμωμένος πρός ἕναν γεροδεμένο πλανόδιο καστανά τόν ὁποῖο καί ἐπιτιμᾶ λέγοντάς του:
- Γιατί δέν σηκώθηκες ὄρθιος, γιά νά τιμήσεις τή σημαία μας. Δέν ἔχεις φιλότιμο;
Ὁ ἄνθρωπος ἔμεινε βουβός, καί οἱ παριστάμενοι παρακολουθοῦσαν ἔντρομοι καί φοβερά συγκλονισμένοι... Κατόπιν βλέπουν τόν καστανά ὅτι ἔγινε κατακόκκινος καί ἄρχισε νά τρέμει. Ἤθελε νά φωνάξει, ἀλλά συγκρατεῖται, καί σκύβοντας τό κεφάλι τοῦ ἄρχισε νά κλαίει μέ λυγμούς. Συνέρχεται ὅμως γρήγορα, σκουπίζει τά δάκρυά του καί μέ πολλή δύναμη τῶν χεριῶν τοῦ (αὐτά ἦταν γερά) στυλώνει τό σῶμα τοῦ δυνατά, σπρώχνει τόν πάγκο του μέ τά κάστανα μπροστά καί φωνάζει μέ ὅλη τη ψυχή του, στό νεαρό ἀξιωματικό δυνατά: «Πῶς νά σηκωθῶ, κύριε; Τῆς τά ἔδωσα τῆς Πατρίδας καί τά δυό», καί σηκώνει τά μπατζάκια τοῦ παντελονιοῦ, ὅπου φάνηκαν δυό πόδια κομμένα πάνω ἀπό τά γόνατα. Τῆς χάρισε καί τά δυό πόδια στά βορειοηπειρωτικά βουνά μας, γιά νά μπορεῖ νά κυματίζει σήμερα ψηλά ἡ κυανόλευκη σημαία σέ λεύτερη πατρίδα. Καί οἱ ἄλλοι, οἱ πολλοί νά μποροῦν νά πηγαίνουν μέ γρήγορο βῆμα στίς εἰρηνικές ἀπασχολήσεις τους, χωρίς νά γνωρίζουν ὅτι περνοῦν μπροστά ἀπό ἕναν ἥρωα τοῦ ἀλβανικοῦ μετώπου, τόν Ἕλληνα ἥρωα πολεμιστή, ὅποιο ἐπάγγελμα καί νά χεῖ. Ὁ καστανάς συνεχίζει νά κλαίει καί κοιτᾶ τόν ἀξιωματικό τί θά τοῦ πεῖ …Δέν εἶπε τίποτα...Τί νά τοῦ πεῖ; Ἔκλαιγε καί ἐκεῖνος σέ στάση προσοχῆς μπρός στόν ἥρωα……………………………..
Σεβασμιώτατε, σεβαστές ἀρχές, κυρίες καί κύριοι
Ἔχουν περάσει ἑβδομήντα τρία χρόνια ἀπό ἐκεῖνο τόν Ὀκτώβρη, πού τό ἑλληνικό Ἔθνος ἀπέδειξε ἀληθινό τό λόγο τοῦ σοφοῦ καθηγητοῦ τῆς ἀρχαιολογίας Σπύρου Μαρινάτου, πού εἶπε ὅτι «οἱ ὀλιγάριθμοι λαοί δέν εἶναι ἀναγκαστικά πάντοτε μικρά ἔθνη. Ἐνίοτε ἔχουν μεγάλην ψυχήν καί συνεισφέρουν τήν μερίδα τοῦ λέοντος εἰς τήν κοινήν περιουσίαν τῆς ἀνθρωπότητος». Ἦταν Ὀκτώβριος τοῦ 1940. Ὁ «Ἄξονας», ἡ συμμαχία τῆς Γερμανίας τοῦ Χίτλερ καί τῆς φασιστικῆς Ἰταλίας τοῦ Μουσολίνι, σάρωνε μέ τίς σιδερόφρακτες ὀρδές τῆς τήν Εὐρώπη. Στόν κατασκότεινο διεθνῆ ὁρίζοντα δέν τρεμόφεγγε οὔτε τό πιό ἀχνό φῶς ἐλπίδας. Ἡ ἠπειρωτική Εὐρώπη εἶχε προσφέρει «γῆ καί ὕδωρ» στό Ναζισμό. Πολωνία, Δανία, Νορβηγία, Ὀλλανδία, Βέλγιο, Λουξεμβοῦργο καί ἡ Γαλλία εἶχαν ὑποκύψει. Ἡ μεγάλη ἀντίπαλός του Ἄξονα, ἡ Ἀγγλία, περίμενε εἰσβολή. Ἡ Ρωσία εἶχε συμμαχήσει μέ τό Ναζισμό καί τηροῦσε πιστά τό σύμφωνο πού εἶχαν ὑπογράψει οἱ ὑπουργοί τῶν ἐξωτερικῶν. Οἱ οὐδέτερες Ἡνωμένες Πολιτεῖες προσπαθοῦν νά ἐνθαρρύνουν τούς ἐλεύθερους λαούς. Ὅμως δέν ὑπῆρχε ἀπό μέρους τούς καμία ἔνδειξη πώς θά ἔσπευδαν νά βοηθήσουν ἐνεργά.
Ἦταν τότε πού ἡ Ἰταλία, χωρίς καμιά πρόκληση ἐκ μέρους μας καί ἐνῶ εἶχε βυθίσει τό ἀντιτορπιλλικό μας «Ἕλλη», πού ἀπέδιδε τιμές τό Δεκαπενταύγουστο στήν Παναγία στό λιμάνι τῆς Τήνου, ζήτησε νά ἀφήσουμε ἐλεύθερή τη διέλευση τῶν στρατευμάτων της γιά τήν εὐόδωση τῶν πολεμικῶν της ἐπιχειρήσεων. Στίς 3 τά μεσάνυχτα τῆς 28ης Ὀκτωβρίου ὁ πρεσβευτής της Γκράτσι ξύπνησε τόν πρωθυπουργό Ἰωάννη Μέταξα, γιά νά πάρει τήν πατροπαράδοτη ἀπάντηση, τό «μολῶν λαβέ», σέ ἄλλη διατύπωση: «Λοιπόν, αὐτό σημαίνει πόλεμο!», δηλαδή «Ὄχι!». Τό πρωί τό Α΄ πολεμικό ἀνακοινωθέν λακωνικό, ἑλληνικότατο γέμισε τή χώρα: «Αἵ ἰταλικαί δυνάμεις ἀπό τίς 5.30΄ π. μ. σήμερον προσβάλλουν τά ἡμέτερα τμήματα προκαλύψεως τῆς ἑλληνοαλβανικῆς μεθορίου. Αἵ ἠμέτεραι δυνάμεις ἀμύνονται τοῦ πατρίου ἐδάφους». Καί ὁ ποιητής Σικελιανός συνεπαρμένος ἀπό τό φαινόμενο αὐτοῦ τοῦ μικροῦ ἔθνους, πού εἶχε ὑψώσει ἀπό τό γεροντότερο ὡς τό νήπιο τό ἀνάστημά του καί ἔφραζε τό δρόμο στήν ὁλοκληρωτική βία, ἔσυρε φωνή στήν Οἰκουμένη:
«Ὀμπρός, κι ἡ Ἑλλάδα σηκώθηκε καί διασκορπάει τά σκότη!
Ἀνάστα ἡ Ἀνθρωπότη κι ἀκλούθα τήν! Ὀμπρός!».
Κανένας Ἕλληνας τόν Ὀκτώβριο τοῦ 40 δέν ἀγνοοῦσε τούς κινδύνους καί κανείς δέν ὑπῆρχε πού νά μήν καταλαβαίνει τί θυσίες καί τί περιπέτειες ἔμελλε νά ὑποστεῖ ὁ Ἑλληνικός λαός ὡς συνέπειες ἐκείνου τοῦ ΟΧΙ. Ἔπρεπε νά θυσιάσει τή γαλήνη του, γιατί ἔμπαινε σέ πόλεμο, ὕστερα τήν ἐργασία του, τήν οἰκογενειακή του θαλπωρή, τά προσωπικά του σχέδια κι ὄνειρα. Μά κανείς δέ δίστασε. Ἀποφασισμένοι ὅλοι νά πεθάνουν. Δέχτηκαν τήν πρόσκληση γιά θυσία, μία θυσία πού σήμαινε θραύση τοῦ ἀτομισμοῦ, μία θυσία πού σήμαινε ἐθνική ἑνότητα. Γί αὐτό καί ἔκπληκτος ὁ δημοσιογραφικός κάλαμος κατέγραψε τότε: «Κατεκλίθημεν ἄνθρωποι καί ἀνηγέρθημεν Ἔθνος, ἐκοιμήθημεν ἀπόγονοι καί ξυπνωμεν γονεῖς».
Θυσίες καί κίνδυνοι δέ λογαριάζονται. Μά καί οὔτε σκέπτεται κανείς τέτοιες στιγμές ἄν θά νικήσει ἤ θά νικηθεῖ. Χρέος ἔχει νά ἀντισταθεῖ κι ἄς πεθάνει. Καί στίς Θερμοπύλες ὁ Λεωνίδας, καί στήν Κωνσταντινούπολη ὁ τελευταῖος αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος καί στό Μανιάκι ὁ Παπαφλέσσας οὔτε συζήτησαν, οὔτε διαπραγματεύτηκαν τήν ἐλευθερία τους.
Καί νά! Στίς 6 Νοεμβρίου τοῦ 1940, ὀκτώ μόλις μέρες μετά τήν κήρυξη τοῦ πολέμου, τό ἑλληνικό Στρατηγεῖο μπόρεσε νά ἀναλάβει ἀντεπίθεση στόν τομέα τῆς Κορυτσᾶς, πού γενικεύτηκε στίς 13 σ’ ὁλόκληρο τό μέτωπο. Καί ἡ νίκη πετᾶ! Ποιός τήν προφτάνει; Κορυτσά, Ἀργυρόκαστρο, Ἅγιοι Σαράντα, Πρεμετή, Κλεισούρα, Τεπελένι, Πόγραδετς, Τρεμπεσίνα...Στίς 4 Δεκεμβρίου ὁ Μουσολίνι ἔλεγε στόν ὑπουργό του, τῶν ἐξωτερικῶν Τσιάνο: «Δέν ὑπάρχει ἄλλη διέξοδος, εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά ζητήσουμε κατάπαυση τῶν ἐχθροπραξιῶν, ὅσο κι ἄν εἶναι παράδοξο καί γελοῖο»! Στίς 2 Μαρτίου τοῦ 1941 μπρός στή θυελλώδη ἑλληνική προέλαση ὁ ἴδιος ὁ Μουσολίνι ἀναλαμβάνει τή διοίκηση τοῦ ἀλβανικοῦ μετώπου. Ὅμως ἡ ἰταλική αὐτή προσπάθεια συντρίφθηκε στίς 9.30΄ π. μ. τῆς 22ας Μαρτίου. Οἱ Ἰταλοί ἔστειλαν κήρυκες μέ ἐπικεφαλῆς καθολικό ἱερέα, γιά νά τούς ἐπιτραπεῖ νά σηκώσουν τούς χιλιάδες νεκρούς τους. Ὁ ἄσοφος δικτάτορας, πού εἶχε αἱματοκυλίσει καί τό δικό του λαό, ἔφυγε ταπεινωμένος στή χώρα του.
Ὀφείλουμε νά ἀναφέρουμε στό σημεῖο αὐτό καί τήν προσφορά τῆς ἠρωϊκῆς μας Φλώρινας στόν πόλεμο. Τά τμήματα τῆς στρατευμένης νεότητας τῆς Φλώρινας –Ἀμυνταίου –Πτολεμαΐδος μέ τά ἠρωϊκᾶ Συντάγματά της, τό 28ο , τό 33ο καί 90ο , ἐπιτέθηκαν κατά τοῦ ἐχθροῦ καί εἰσέβαλαν στή Βόρειο Ἤπειρο καί ἀκολούθησαν τό Βερνίκι, ἡ Μπίγλιστα, τό ἀπόκρημνο Ἰβᾶν τό ἀπέραντο Τσαγκόνι-ἡ Κλεισούρα, τό μαρτυρικό καί αἱματοβαμένο Μπούμπεση.
Οἱ Ἕλληνες ἐξευτέλισαν τόν Ντοῦτσε καί φθείρανε ἀναμφίβολα τό γόητρο τοῦ ἄξονα. Κι ὅταν ἦρθαν οἱ σιδηρόφρακτοι Γερμανοί σκόνταψαν καί καθυστέρησαν. Ἔφθασαν ἀργά στήν ἄκρη τῆς Πελοποννήσου καί ἡ προετοιμασία τούς ἀργοπόρησε. Ἡ Κρήτη μέ τό ὁλοκαύτωμά της, τούς καθυστέρησε ἀκόμη περισσότερο στό νά κάνουν γέφυρα πρός τήν Ἀφρική καί στό μεταξύ οἱ Ἄγγλοι ὀργανώθηκαν καί ἔφραξαν πιά τό δρόμο τοῦ Ρόμελ πρός τό Σουέζ. Ὁ Χίτλερ ἄρχισε τήν ἐκστρατεία πρός τή Ρωσία ἕνα μήνα ἀργότερα. Δέν πρόλαβε νά φθάσει στή Μόσχα καί τόν ἔπιασε ὁ χειμώνας. Καί ἔτσι, ἡ ἐπιχείρηση «Μαρίτα» καθυστέρησε τήν ἐπιχείρηση «Μπαρμπαρόσα» μέ καταστροφικές γιά τόν ἄξονα συνέπειες.
Μέ τό ΟΧΙ τῆς, ἡ Ἑλλάδα δέν αὐτοκτόνησε ἔνδοξα, ὅπως φοβήθηκαν πολλοί. Στήν ἀντίστασή της σκόνταψαν οἱ Ἰταλοί. Ἦταν ἡ πρώτη ἀποτυχία τοῦ ἄξονα. Ὁ γηραιός καί σώφρων κυβερνήτης τῆς Νοτίου Ἀφρικῆς , στρατάρχης Γιαν Σμάτς, εἶπε τό ἁπλό αὐτό, ἀλλά τόσο περιεκτικό ἐπίγραμμα: «Ἡ μάχη τῆς Πίνδου ἄλλαξε τό ροῦν τῆς Ἱστορίας».
Χρόνια τώρα, κάθε φορά πού μπαίνει ὁ Ὀκτώβρης, στοχάζομαι τί νά σημαίνει ἀλήθεια ἐκεῖνο τό θαῦμα τοῦ ἔθνους μας γιά τίς ἐπερχόμενες γενιές. Τί βαθύτερο κληροδότησε σάν παρακαταθήκη σ’ ὅλους ἐμᾶς 73 χρόνια μετά;
Ἐλάχιστοι οἱ ἐπιζῶντες σήμερα ἥρωες τῆς γενιᾶς κείνης. Τά χρόνια αὐλάκωσαν βαθιά τά πρόσωπά τους! Κύρτωσαν τό ρωμαλέο νεανικό παράστημά τους, χωρίς ὡστόσο καί νά ξεθωριάσουν τίς μνῆμες καί τίς ἐμπειρίες τῆς ἐποποιίας πού γέννησαν καί ἔζησαν. Στά γερασμένα θολά τούς μάτια σπιθίζει κάθε τέτοια ἐποχή ἡ ἔξαρση τοῦ τότε.
Πολλά ἄλλαξαν μέσα σέ 73 χρόνια!
Μέχρι καί οἱ κλιματολογικές συνθῆκες μετέτρεψαν τόν παγερό χιονισμένο Ὀκτώβρη πού γέμιζε μέ κρυοπαγήματα τούς ἥρωες τῆς Πίνδου, στό μήνα πού σου προσφέρει τίς τελευταῖες εὐκαιρίες τῆς χαρᾶς ἑνός παρατεταμένου πλέον καλοκαιριοῦ. Ἡ ἐθνική ἀργία τῆς θυσίας καί τῆς προσφορᾶς τούς ἀποτιμᾶται περισσότερο ἄν τύχει καί πέσει Παρασκευή ἤ Δευτέρα, χαρίζοντάς μας ἕνα τριήμερο φυγῆς ἀπ’ τή σύγχρονη πραγματικότητα. Οἱ παρελάσεις στή μνήμη τούς πολεμήθηκαν καί ὑποβιβάζονται συστηματικά ὡς μιλιταριστικές ἐκδηλώσεις χωρίς κανένα νόημα.
Τά ἐγγόνια καί τά δισέγγονα τῶν ἡρώων πού πέθαιναν γιά τά μεγάλα ἰδανικά τῆς φυλῆς μας δέν γνωρίζουν σχεδόν τίποτα γιά τή θυσία καί τό πνεῦμα τῶν παππούδων τους.
Οἱ ἐπετειακοί λόγοι πού κάποτε διακόπτονταν ἀπό ἕναν κόμπο εὐγνωμοσύνης καί βαθιᾶς συγκίνησης πού ἔπνιγε τόν λαιμό, ἔγιναν «ξύλινοι», βερμπαλιστικοί, πού δέν ἀγγίζουν οὔτε αὐτούς πού τούς ἐκφωνοῦν.
Πεσιμισμός; Ἀπογοήτευση; Ὄχι. Εἶναι ὁ ρεαλισμός καί ἡ κατάθεση τῆς ἀλήθειας πού μας πονάει, καί θέλουμε νά τήν ἀπωθήσουμε σάν ψέμα καί ὑπερβολή. Ὅμως οὔτε νά ἐθελοτυφλοῦμε ὠφελεῖ, οὔτε ὅμως καί νά παραδοθοῦμε σέ μελαγχολία βοηθᾶ.
Χρειάζεται αὐτοκριτική. Βαθύς στοχασμός.
-Πῶς φθάσαμε ἕως ἐδῶ;
«Οἱ βάρβαροι δέν θά εἰσβάλουν πλέον ἀπό τά σύνορα. Θά μποῦν ἀπό τήν τηλεόραση στά παιδικά δωμάτια» ἔλεγε ὁ ποιητής. Καί μπῆκαν. Εἰσέβαλαν καί ἄλωσαν τίς ψυχές, τά ἰδανικά καί τά πιστεύω τῶν παιδιῶν. Τῶν παιδιῶν πού ἔγιναν κατόπιν ἄνδρες καί πῆραν στά χέρια τούς τά σκῆπτρα τῆς ἐξουσίας καί τῆς διαχείρισης τῶν κοινῶν, ὄντας ἀλωμένοι. Ξεκομμένοι ἀπ’ τό ἱστορικό παρελθόν τους, ἀπ’ τά ἰδανικά καί τήν πίστη τῶν προγενεστέρων τους. Ἡ γενιά τῆς μεταπολίτευσης, ὑπέρμετρα ἐγωπαθής, ξεχύθηκε ἀλόγιστα στό κυνήγι τοῦ ἄκρατου εὐδαιμονισμοῦ, μετατρέποντας μέ τό παράδειγμά της καί μέ τό δῆθεν ὅραμά της ἕναν ὁλόκληρο λαό σέ ἄψυχη μάζα ὑλικῶν διεκδικήσεων.
Πρότυπά της κενοί ἀστέρες τῆς δημόσιας ζωῆς μέ σκανδαλώδη βίο καί ἐφήμερη δόξα. Ὅραμά της, ἡ «αὔξηση τοῦ κατά κεφαλήν εἰσοδήματος» πού ἐξασφαλίζει τή μόνη ἡδονή τῆς κατανάλωσης καί τῆς ἀπόκτησης μόνο ὑλικῶν ἀγαθῶν. Ἐπιδίωξή της τό «φάγωμεν, πίωμεν» σάν μία ἐνστικτώδης προσπάθεια νά καλυφθεῖ τό ἐσωτερικό κενό της. Ἔμβλημά της τό «ἐγώ» καί τό «θέλω», πού τό ἀπαιτεῖ μέ κάθε τρόπο «ἐδῶ καί τώρα».
73 χρόνια μετά ἡ Πατρίδα μας, πού δίδαξε τήν οἰκουμένη ἡρωισμό, πού ὕφανε ἕνα θαῦμα μέ τό στημόνι τῆς πίστεώς της, πού γνώριζε ν’ ἀνασταίνει τήν ἐλπίδα μέσα ἀπό τήν προσωπική της θυσία, βρίσκεται ταπεινωμένη στήν παγκόσμια κοινή γνώμη. Οἰκονομικά ἐξαθλιωμένη. Χρεωμένη. Χωρίς ὁράματα, ἐλπίδα καί πίστη στίς καρδιές καί τή σκέψη τῶν νέων ἀνθρώπων. Θάψαμε τά πρότυπα, τόν ἡρωισμό, τό θαῦμα καί τή μεγαλοψυχία τῆς ἱστορίας μας. Γι’ αὐτό καί ἀπαλείψαμε ἀπό τά σχολικά ἐγχειρίδια τά ἰδανικά πού ἔθρεψαν τούς ἥρωές μας, ἀφήνοντας ἀδιαφώτιστες καί ἀγαλούχητες γενιές νέων, παραδίδοντας τές στήν ἀπελπισία καί τήν ἀπαισιοδοξία.
-Ποῦ νά στραφοῦμε γιά νά πάρουμε κουράγιο κι ἐλπίδα;
-Ὅπου καί τό 40, θά μᾶς πεῖ ἡ Ἱστορία!
Ριζική ἐπιστροφή στά ἰδανικά καί τίς ἀξίες πού πτέρωσαν τή γενιά τοῦ ’40, χαρίζοντάς τους τή δυνατότητα νά ἐπιτελέσουν πράξεις ἀξεπέραστες.
Κάθε λαός, κάθε ἔθνος μέ ἀκμαία ἰδανικά καί ἀξίες διαθέτει ἀντίστοιχα ἐξαιρετική ζωτικότητα, εἰδικά μάλιστα ὅταν καλεῖται νά προασπιστεῖ αὐτές τοῦ τίς ἀξίες.
Δεν υπάρχει άλλη λύση. Δεν υπάρχει άλλη διέξοδος απ’ το αδιέξοδο. Μόνο η μετάνοιά μας θα ανατρέψει τ’ αδύνατα.
Αρκεί να το πιστέψουμε. Αρκεί να το εργασθούμε στον εαυτό μας. Αυτό ήταν και η γενεσιουργός αιτία του θαύματος του ’40. Η πίστη ενός ολόκληρου λαού.
Σεβασμιώτατε, σεβαστές ἀρχές, κυρίες καί κύριοι
Θά ἤθελα νά τελειώσω τό λόγο αὐτό μέ ἕνα περιστατικό πού ἔλαβε χώρα στή Ρόδο τήν 31η Μαρτίου τοῦ 1947 κατά τήν τελετή παράδοσης τῆς Διοίκησης τῶν Δωδεκανήσων στόν πρῶτο Ἕλληνα στρατιωτικό Διοικητή ἀντιναύαρχο Ἰωαννίδη. Στήν τελετή αὐτή εἶχε παραστεῖ ὅλος ὁ πληθυσμός τῆς Ρόδου ὁ ὁποῖος μέ κατάνυξη καί εὐλάβεια ἔκλινε γόνυ τή στιγμή κατά τήν ὁποία γιά πρώτη φορᾶ μετά ἀπό 600 ἔτη δουλείας ὑψωνόταν ἡ Ἑλληνική Σημαία.
Λίγη ὥρα μετά τή λήξη τῆς τελετῆς καί τή διάλυση τοῦ πλήθους, μία μακρά πομπή ἀπό Ροδίτες κινήθηκε σιωπηλά πρός μία κατεύθυνση. Ἡ σοβαρή ἐκείνη πομπή τοῦ πλήθους βάδισε πρός τό νεκροταφεῖο τῆς πόλης ὅπου κάποτε ἔφθασε ἐκεῖ, στάθηκε, καί ἔκανε τί; Ἀνήγγειλε στούς νεκρούς, στούς κεκοιμημένους Δωδεκανήσιους τό μέγα, τό ἀσύλληπτο ἄγγελμα: ὅτι ἡ Ἐλευθερία, τήν ὁποία γιά αἰῶνες εἶχαν ποθήσει, γιά τήν ὁποία γιά αἰῶνες εἶχαν θυσιασθεῖ, ἔφθασε ἐπί τέλους σήμερα καί ὅτι ἡ Πατρίδα ἀνέπνεε πλέον ἐλεύθερα.
Πιό συγκινητική στιγμή ἴσως νά μήν εἶχε γνωρίσει κανείς ἀπό αὐτούς πού ἦταν παρόντες ἐκείνη τήν ὥρα καί δέν εἶχε δικαίωμα κανείς τους νά τή λησμονήσει. Ἀλλά δέν μπορεῖ νά τή λησμονήσουμε καί ἐμεῖς πού τήν ἀκοῦμε τώρα. Καί αὐτό γιατί δέ θά βροῦμε πουθενά ἐκδήλωση τέτοια πού νά συμβολίζει μέ ζωηρότερο καί παραστατικότερο τρόπο τήν ψυχική ἑνότητα τῆς φυλῆς, καί τήν ἀδιάρρηκτη ἑνότητα τῶν ἑλληνικῶν γενεῶν μέσα ἀπό τή θυσία τους γιά τήν Ἐλευθερία.
Ἄς πράξουμε καί ἐμεῖς λοιπόν νοερά ὅ,τι ἔπραξαν οἱ ἁγνοί ἐκεῖνοι Δωδεκανήσιοι κατά τήν ἡμέρα τῆς Ἐλευθερίας τους. Ἄς ἐπισκεφθοῦμε νοερά τούς τάφους τῶν ἡρώων τῆς Ἀλβανίας καί ἄς ὑποσχεθοῦμε τοῦτο καί μόνο:
Ὅτι τή θυσία τους δέ θά τή λησμονήσουμε ποτέ!
Πάντα Ἐλεύθεροι! Σᾶς εὐχαριστῶ.
- Γιατί δέν σηκώθηκες ὄρθιος, γιά νά τιμήσεις τή σημαία μας. Δέν ἔχεις φιλότιμο;
Ὁ ἄνθρωπος ἔμεινε βουβός, καί οἱ παριστάμενοι παρακολουθοῦσαν ἔντρομοι καί φοβερά συγκλονισμένοι... Κατόπιν βλέπουν τόν καστανά ὅτι ἔγινε κατακόκκινος καί ἄρχισε νά τρέμει. Ἤθελε νά φωνάξει, ἀλλά συγκρατεῖται, καί σκύβοντας τό κεφάλι τοῦ ἄρχισε νά κλαίει μέ λυγμούς. Συνέρχεται ὅμως γρήγορα, σκουπίζει τά δάκρυά του καί μέ πολλή δύναμη τῶν χεριῶν τοῦ (αὐτά ἦταν γερά) στυλώνει τό σῶμα τοῦ δυνατά, σπρώχνει τόν πάγκο του μέ τά κάστανα μπροστά καί φωνάζει μέ ὅλη τη ψυχή του, στό νεαρό ἀξιωματικό δυνατά: «Πῶς νά σηκωθῶ, κύριε; Τῆς τά ἔδωσα τῆς Πατρίδας καί τά δυό», καί σηκώνει τά μπατζάκια τοῦ παντελονιοῦ, ὅπου φάνηκαν δυό πόδια κομμένα πάνω ἀπό τά γόνατα. Τῆς χάρισε καί τά δυό πόδια στά βορειοηπειρωτικά βουνά μας, γιά νά μπορεῖ νά κυματίζει σήμερα ψηλά ἡ κυανόλευκη σημαία σέ λεύτερη πατρίδα. Καί οἱ ἄλλοι, οἱ πολλοί νά μποροῦν νά πηγαίνουν μέ γρήγορο βῆμα στίς εἰρηνικές ἀπασχολήσεις τους, χωρίς νά γνωρίζουν ὅτι περνοῦν μπροστά ἀπό ἕναν ἥρωα τοῦ ἀλβανικοῦ μετώπου, τόν Ἕλληνα ἥρωα πολεμιστή, ὅποιο ἐπάγγελμα καί νά χεῖ. Ὁ καστανάς συνεχίζει νά κλαίει καί κοιτᾶ τόν ἀξιωματικό τί θά τοῦ πεῖ …Δέν εἶπε τίποτα...Τί νά τοῦ πεῖ; Ἔκλαιγε καί ἐκεῖνος σέ στάση προσοχῆς μπρός στόν ἥρωα……………………………..
Σεβασμιώτατε, σεβαστές ἀρχές, κυρίες καί κύριοι
Ἔχουν περάσει ἑβδομήντα τρία χρόνια ἀπό ἐκεῖνο τόν Ὀκτώβρη, πού τό ἑλληνικό Ἔθνος ἀπέδειξε ἀληθινό τό λόγο τοῦ σοφοῦ καθηγητοῦ τῆς ἀρχαιολογίας Σπύρου Μαρινάτου, πού εἶπε ὅτι «οἱ ὀλιγάριθμοι λαοί δέν εἶναι ἀναγκαστικά πάντοτε μικρά ἔθνη. Ἐνίοτε ἔχουν μεγάλην ψυχήν καί συνεισφέρουν τήν μερίδα τοῦ λέοντος εἰς τήν κοινήν περιουσίαν τῆς ἀνθρωπότητος». Ἦταν Ὀκτώβριος τοῦ 1940. Ὁ «Ἄξονας», ἡ συμμαχία τῆς Γερμανίας τοῦ Χίτλερ καί τῆς φασιστικῆς Ἰταλίας τοῦ Μουσολίνι, σάρωνε μέ τίς σιδερόφρακτες ὀρδές τῆς τήν Εὐρώπη. Στόν κατασκότεινο διεθνῆ ὁρίζοντα δέν τρεμόφεγγε οὔτε τό πιό ἀχνό φῶς ἐλπίδας. Ἡ ἠπειρωτική Εὐρώπη εἶχε προσφέρει «γῆ καί ὕδωρ» στό Ναζισμό. Πολωνία, Δανία, Νορβηγία, Ὀλλανδία, Βέλγιο, Λουξεμβοῦργο καί ἡ Γαλλία εἶχαν ὑποκύψει. Ἡ μεγάλη ἀντίπαλός του Ἄξονα, ἡ Ἀγγλία, περίμενε εἰσβολή. Ἡ Ρωσία εἶχε συμμαχήσει μέ τό Ναζισμό καί τηροῦσε πιστά τό σύμφωνο πού εἶχαν ὑπογράψει οἱ ὑπουργοί τῶν ἐξωτερικῶν. Οἱ οὐδέτερες Ἡνωμένες Πολιτεῖες προσπαθοῦν νά ἐνθαρρύνουν τούς ἐλεύθερους λαούς. Ὅμως δέν ὑπῆρχε ἀπό μέρους τούς καμία ἔνδειξη πώς θά ἔσπευδαν νά βοηθήσουν ἐνεργά.
Ἦταν τότε πού ἡ Ἰταλία, χωρίς καμιά πρόκληση ἐκ μέρους μας καί ἐνῶ εἶχε βυθίσει τό ἀντιτορπιλλικό μας «Ἕλλη», πού ἀπέδιδε τιμές τό Δεκαπενταύγουστο στήν Παναγία στό λιμάνι τῆς Τήνου, ζήτησε νά ἀφήσουμε ἐλεύθερή τη διέλευση τῶν στρατευμάτων της γιά τήν εὐόδωση τῶν πολεμικῶν της ἐπιχειρήσεων. Στίς 3 τά μεσάνυχτα τῆς 28ης Ὀκτωβρίου ὁ πρεσβευτής της Γκράτσι ξύπνησε τόν πρωθυπουργό Ἰωάννη Μέταξα, γιά νά πάρει τήν πατροπαράδοτη ἀπάντηση, τό «μολῶν λαβέ», σέ ἄλλη διατύπωση: «Λοιπόν, αὐτό σημαίνει πόλεμο!», δηλαδή «Ὄχι!». Τό πρωί τό Α΄ πολεμικό ἀνακοινωθέν λακωνικό, ἑλληνικότατο γέμισε τή χώρα: «Αἵ ἰταλικαί δυνάμεις ἀπό τίς 5.30΄ π. μ. σήμερον προσβάλλουν τά ἡμέτερα τμήματα προκαλύψεως τῆς ἑλληνοαλβανικῆς μεθορίου. Αἵ ἠμέτεραι δυνάμεις ἀμύνονται τοῦ πατρίου ἐδάφους». Καί ὁ ποιητής Σικελιανός συνεπαρμένος ἀπό τό φαινόμενο αὐτοῦ τοῦ μικροῦ ἔθνους, πού εἶχε ὑψώσει ἀπό τό γεροντότερο ὡς τό νήπιο τό ἀνάστημά του καί ἔφραζε τό δρόμο στήν ὁλοκληρωτική βία, ἔσυρε φωνή στήν Οἰκουμένη:
«Ὀμπρός, κι ἡ Ἑλλάδα σηκώθηκε καί διασκορπάει τά σκότη!
Ἀνάστα ἡ Ἀνθρωπότη κι ἀκλούθα τήν! Ὀμπρός!».
Κανένας Ἕλληνας τόν Ὀκτώβριο τοῦ 40 δέν ἀγνοοῦσε τούς κινδύνους καί κανείς δέν ὑπῆρχε πού νά μήν καταλαβαίνει τί θυσίες καί τί περιπέτειες ἔμελλε νά ὑποστεῖ ὁ Ἑλληνικός λαός ὡς συνέπειες ἐκείνου τοῦ ΟΧΙ. Ἔπρεπε νά θυσιάσει τή γαλήνη του, γιατί ἔμπαινε σέ πόλεμο, ὕστερα τήν ἐργασία του, τήν οἰκογενειακή του θαλπωρή, τά προσωπικά του σχέδια κι ὄνειρα. Μά κανείς δέ δίστασε. Ἀποφασισμένοι ὅλοι νά πεθάνουν. Δέχτηκαν τήν πρόσκληση γιά θυσία, μία θυσία πού σήμαινε θραύση τοῦ ἀτομισμοῦ, μία θυσία πού σήμαινε ἐθνική ἑνότητα. Γί αὐτό καί ἔκπληκτος ὁ δημοσιογραφικός κάλαμος κατέγραψε τότε: «Κατεκλίθημεν ἄνθρωποι καί ἀνηγέρθημεν Ἔθνος, ἐκοιμήθημεν ἀπόγονοι καί ξυπνωμεν γονεῖς».
Θυσίες καί κίνδυνοι δέ λογαριάζονται. Μά καί οὔτε σκέπτεται κανείς τέτοιες στιγμές ἄν θά νικήσει ἤ θά νικηθεῖ. Χρέος ἔχει νά ἀντισταθεῖ κι ἄς πεθάνει. Καί στίς Θερμοπύλες ὁ Λεωνίδας, καί στήν Κωνσταντινούπολη ὁ τελευταῖος αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος καί στό Μανιάκι ὁ Παπαφλέσσας οὔτε συζήτησαν, οὔτε διαπραγματεύτηκαν τήν ἐλευθερία τους.
Καί νά! Στίς 6 Νοεμβρίου τοῦ 1940, ὀκτώ μόλις μέρες μετά τήν κήρυξη τοῦ πολέμου, τό ἑλληνικό Στρατηγεῖο μπόρεσε νά ἀναλάβει ἀντεπίθεση στόν τομέα τῆς Κορυτσᾶς, πού γενικεύτηκε στίς 13 σ’ ὁλόκληρο τό μέτωπο. Καί ἡ νίκη πετᾶ! Ποιός τήν προφτάνει; Κορυτσά, Ἀργυρόκαστρο, Ἅγιοι Σαράντα, Πρεμετή, Κλεισούρα, Τεπελένι, Πόγραδετς, Τρεμπεσίνα...Στίς 4 Δεκεμβρίου ὁ Μουσολίνι ἔλεγε στόν ὑπουργό του, τῶν ἐξωτερικῶν Τσιάνο: «Δέν ὑπάρχει ἄλλη διέξοδος, εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά ζητήσουμε κατάπαυση τῶν ἐχθροπραξιῶν, ὅσο κι ἄν εἶναι παράδοξο καί γελοῖο»! Στίς 2 Μαρτίου τοῦ 1941 μπρός στή θυελλώδη ἑλληνική προέλαση ὁ ἴδιος ὁ Μουσολίνι ἀναλαμβάνει τή διοίκηση τοῦ ἀλβανικοῦ μετώπου. Ὅμως ἡ ἰταλική αὐτή προσπάθεια συντρίφθηκε στίς 9.30΄ π. μ. τῆς 22ας Μαρτίου. Οἱ Ἰταλοί ἔστειλαν κήρυκες μέ ἐπικεφαλῆς καθολικό ἱερέα, γιά νά τούς ἐπιτραπεῖ νά σηκώσουν τούς χιλιάδες νεκρούς τους. Ὁ ἄσοφος δικτάτορας, πού εἶχε αἱματοκυλίσει καί τό δικό του λαό, ἔφυγε ταπεινωμένος στή χώρα του.
Ὀφείλουμε νά ἀναφέρουμε στό σημεῖο αὐτό καί τήν προσφορά τῆς ἠρωϊκῆς μας Φλώρινας στόν πόλεμο. Τά τμήματα τῆς στρατευμένης νεότητας τῆς Φλώρινας –Ἀμυνταίου –Πτολεμαΐδος μέ τά ἠρωϊκᾶ Συντάγματά της, τό 28ο , τό 33ο καί 90ο , ἐπιτέθηκαν κατά τοῦ ἐχθροῦ καί εἰσέβαλαν στή Βόρειο Ἤπειρο καί ἀκολούθησαν τό Βερνίκι, ἡ Μπίγλιστα, τό ἀπόκρημνο Ἰβᾶν τό ἀπέραντο Τσαγκόνι-ἡ Κλεισούρα, τό μαρτυρικό καί αἱματοβαμένο Μπούμπεση.
Οἱ Ἕλληνες ἐξευτέλισαν τόν Ντοῦτσε καί φθείρανε ἀναμφίβολα τό γόητρο τοῦ ἄξονα. Κι ὅταν ἦρθαν οἱ σιδηρόφρακτοι Γερμανοί σκόνταψαν καί καθυστέρησαν. Ἔφθασαν ἀργά στήν ἄκρη τῆς Πελοποννήσου καί ἡ προετοιμασία τούς ἀργοπόρησε. Ἡ Κρήτη μέ τό ὁλοκαύτωμά της, τούς καθυστέρησε ἀκόμη περισσότερο στό νά κάνουν γέφυρα πρός τήν Ἀφρική καί στό μεταξύ οἱ Ἄγγλοι ὀργανώθηκαν καί ἔφραξαν πιά τό δρόμο τοῦ Ρόμελ πρός τό Σουέζ. Ὁ Χίτλερ ἄρχισε τήν ἐκστρατεία πρός τή Ρωσία ἕνα μήνα ἀργότερα. Δέν πρόλαβε νά φθάσει στή Μόσχα καί τόν ἔπιασε ὁ χειμώνας. Καί ἔτσι, ἡ ἐπιχείρηση «Μαρίτα» καθυστέρησε τήν ἐπιχείρηση «Μπαρμπαρόσα» μέ καταστροφικές γιά τόν ἄξονα συνέπειες.
Μέ τό ΟΧΙ τῆς, ἡ Ἑλλάδα δέν αὐτοκτόνησε ἔνδοξα, ὅπως φοβήθηκαν πολλοί. Στήν ἀντίστασή της σκόνταψαν οἱ Ἰταλοί. Ἦταν ἡ πρώτη ἀποτυχία τοῦ ἄξονα. Ὁ γηραιός καί σώφρων κυβερνήτης τῆς Νοτίου Ἀφρικῆς , στρατάρχης Γιαν Σμάτς, εἶπε τό ἁπλό αὐτό, ἀλλά τόσο περιεκτικό ἐπίγραμμα: «Ἡ μάχη τῆς Πίνδου ἄλλαξε τό ροῦν τῆς Ἱστορίας».
Χρόνια τώρα, κάθε φορά πού μπαίνει ὁ Ὀκτώβρης, στοχάζομαι τί νά σημαίνει ἀλήθεια ἐκεῖνο τό θαῦμα τοῦ ἔθνους μας γιά τίς ἐπερχόμενες γενιές. Τί βαθύτερο κληροδότησε σάν παρακαταθήκη σ’ ὅλους ἐμᾶς 73 χρόνια μετά;
Ἐλάχιστοι οἱ ἐπιζῶντες σήμερα ἥρωες τῆς γενιᾶς κείνης. Τά χρόνια αὐλάκωσαν βαθιά τά πρόσωπά τους! Κύρτωσαν τό ρωμαλέο νεανικό παράστημά τους, χωρίς ὡστόσο καί νά ξεθωριάσουν τίς μνῆμες καί τίς ἐμπειρίες τῆς ἐποποιίας πού γέννησαν καί ἔζησαν. Στά γερασμένα θολά τούς μάτια σπιθίζει κάθε τέτοια ἐποχή ἡ ἔξαρση τοῦ τότε.
Πολλά ἄλλαξαν μέσα σέ 73 χρόνια!
Μέχρι καί οἱ κλιματολογικές συνθῆκες μετέτρεψαν τόν παγερό χιονισμένο Ὀκτώβρη πού γέμιζε μέ κρυοπαγήματα τούς ἥρωες τῆς Πίνδου, στό μήνα πού σου προσφέρει τίς τελευταῖες εὐκαιρίες τῆς χαρᾶς ἑνός παρατεταμένου πλέον καλοκαιριοῦ. Ἡ ἐθνική ἀργία τῆς θυσίας καί τῆς προσφορᾶς τούς ἀποτιμᾶται περισσότερο ἄν τύχει καί πέσει Παρασκευή ἤ Δευτέρα, χαρίζοντάς μας ἕνα τριήμερο φυγῆς ἀπ’ τή σύγχρονη πραγματικότητα. Οἱ παρελάσεις στή μνήμη τούς πολεμήθηκαν καί ὑποβιβάζονται συστηματικά ὡς μιλιταριστικές ἐκδηλώσεις χωρίς κανένα νόημα.
Τά ἐγγόνια καί τά δισέγγονα τῶν ἡρώων πού πέθαιναν γιά τά μεγάλα ἰδανικά τῆς φυλῆς μας δέν γνωρίζουν σχεδόν τίποτα γιά τή θυσία καί τό πνεῦμα τῶν παππούδων τους.
Οἱ ἐπετειακοί λόγοι πού κάποτε διακόπτονταν ἀπό ἕναν κόμπο εὐγνωμοσύνης καί βαθιᾶς συγκίνησης πού ἔπνιγε τόν λαιμό, ἔγιναν «ξύλινοι», βερμπαλιστικοί, πού δέν ἀγγίζουν οὔτε αὐτούς πού τούς ἐκφωνοῦν.
Πεσιμισμός; Ἀπογοήτευση; Ὄχι. Εἶναι ὁ ρεαλισμός καί ἡ κατάθεση τῆς ἀλήθειας πού μας πονάει, καί θέλουμε νά τήν ἀπωθήσουμε σάν ψέμα καί ὑπερβολή. Ὅμως οὔτε νά ἐθελοτυφλοῦμε ὠφελεῖ, οὔτε ὅμως καί νά παραδοθοῦμε σέ μελαγχολία βοηθᾶ.
Χρειάζεται αὐτοκριτική. Βαθύς στοχασμός.
-Πῶς φθάσαμε ἕως ἐδῶ;
«Οἱ βάρβαροι δέν θά εἰσβάλουν πλέον ἀπό τά σύνορα. Θά μποῦν ἀπό τήν τηλεόραση στά παιδικά δωμάτια» ἔλεγε ὁ ποιητής. Καί μπῆκαν. Εἰσέβαλαν καί ἄλωσαν τίς ψυχές, τά ἰδανικά καί τά πιστεύω τῶν παιδιῶν. Τῶν παιδιῶν πού ἔγιναν κατόπιν ἄνδρες καί πῆραν στά χέρια τούς τά σκῆπτρα τῆς ἐξουσίας καί τῆς διαχείρισης τῶν κοινῶν, ὄντας ἀλωμένοι. Ξεκομμένοι ἀπ’ τό ἱστορικό παρελθόν τους, ἀπ’ τά ἰδανικά καί τήν πίστη τῶν προγενεστέρων τους. Ἡ γενιά τῆς μεταπολίτευσης, ὑπέρμετρα ἐγωπαθής, ξεχύθηκε ἀλόγιστα στό κυνήγι τοῦ ἄκρατου εὐδαιμονισμοῦ, μετατρέποντας μέ τό παράδειγμά της καί μέ τό δῆθεν ὅραμά της ἕναν ὁλόκληρο λαό σέ ἄψυχη μάζα ὑλικῶν διεκδικήσεων.
Πρότυπά της κενοί ἀστέρες τῆς δημόσιας ζωῆς μέ σκανδαλώδη βίο καί ἐφήμερη δόξα. Ὅραμά της, ἡ «αὔξηση τοῦ κατά κεφαλήν εἰσοδήματος» πού ἐξασφαλίζει τή μόνη ἡδονή τῆς κατανάλωσης καί τῆς ἀπόκτησης μόνο ὑλικῶν ἀγαθῶν. Ἐπιδίωξή της τό «φάγωμεν, πίωμεν» σάν μία ἐνστικτώδης προσπάθεια νά καλυφθεῖ τό ἐσωτερικό κενό της. Ἔμβλημά της τό «ἐγώ» καί τό «θέλω», πού τό ἀπαιτεῖ μέ κάθε τρόπο «ἐδῶ καί τώρα».
73 χρόνια μετά ἡ Πατρίδα μας, πού δίδαξε τήν οἰκουμένη ἡρωισμό, πού ὕφανε ἕνα θαῦμα μέ τό στημόνι τῆς πίστεώς της, πού γνώριζε ν’ ἀνασταίνει τήν ἐλπίδα μέσα ἀπό τήν προσωπική της θυσία, βρίσκεται ταπεινωμένη στήν παγκόσμια κοινή γνώμη. Οἰκονομικά ἐξαθλιωμένη. Χρεωμένη. Χωρίς ὁράματα, ἐλπίδα καί πίστη στίς καρδιές καί τή σκέψη τῶν νέων ἀνθρώπων. Θάψαμε τά πρότυπα, τόν ἡρωισμό, τό θαῦμα καί τή μεγαλοψυχία τῆς ἱστορίας μας. Γι’ αὐτό καί ἀπαλείψαμε ἀπό τά σχολικά ἐγχειρίδια τά ἰδανικά πού ἔθρεψαν τούς ἥρωές μας, ἀφήνοντας ἀδιαφώτιστες καί ἀγαλούχητες γενιές νέων, παραδίδοντας τές στήν ἀπελπισία καί τήν ἀπαισιοδοξία.
-Ποῦ νά στραφοῦμε γιά νά πάρουμε κουράγιο κι ἐλπίδα;
-Ὅπου καί τό 40, θά μᾶς πεῖ ἡ Ἱστορία!
Ριζική ἐπιστροφή στά ἰδανικά καί τίς ἀξίες πού πτέρωσαν τή γενιά τοῦ ’40, χαρίζοντάς τους τή δυνατότητα νά ἐπιτελέσουν πράξεις ἀξεπέραστες.
Κάθε λαός, κάθε ἔθνος μέ ἀκμαία ἰδανικά καί ἀξίες διαθέτει ἀντίστοιχα ἐξαιρετική ζωτικότητα, εἰδικά μάλιστα ὅταν καλεῖται νά προασπιστεῖ αὐτές τοῦ τίς ἀξίες.
Δεν υπάρχει άλλη λύση. Δεν υπάρχει άλλη διέξοδος απ’ το αδιέξοδο. Μόνο η μετάνοιά μας θα ανατρέψει τ’ αδύνατα.
Αρκεί να το πιστέψουμε. Αρκεί να το εργασθούμε στον εαυτό μας. Αυτό ήταν και η γενεσιουργός αιτία του θαύματος του ’40. Η πίστη ενός ολόκληρου λαού.
Σεβασμιώτατε, σεβαστές ἀρχές, κυρίες καί κύριοι
Θά ἤθελα νά τελειώσω τό λόγο αὐτό μέ ἕνα περιστατικό πού ἔλαβε χώρα στή Ρόδο τήν 31η Μαρτίου τοῦ 1947 κατά τήν τελετή παράδοσης τῆς Διοίκησης τῶν Δωδεκανήσων στόν πρῶτο Ἕλληνα στρατιωτικό Διοικητή ἀντιναύαρχο Ἰωαννίδη. Στήν τελετή αὐτή εἶχε παραστεῖ ὅλος ὁ πληθυσμός τῆς Ρόδου ὁ ὁποῖος μέ κατάνυξη καί εὐλάβεια ἔκλινε γόνυ τή στιγμή κατά τήν ὁποία γιά πρώτη φορᾶ μετά ἀπό 600 ἔτη δουλείας ὑψωνόταν ἡ Ἑλληνική Σημαία.
Λίγη ὥρα μετά τή λήξη τῆς τελετῆς καί τή διάλυση τοῦ πλήθους, μία μακρά πομπή ἀπό Ροδίτες κινήθηκε σιωπηλά πρός μία κατεύθυνση. Ἡ σοβαρή ἐκείνη πομπή τοῦ πλήθους βάδισε πρός τό νεκροταφεῖο τῆς πόλης ὅπου κάποτε ἔφθασε ἐκεῖ, στάθηκε, καί ἔκανε τί; Ἀνήγγειλε στούς νεκρούς, στούς κεκοιμημένους Δωδεκανήσιους τό μέγα, τό ἀσύλληπτο ἄγγελμα: ὅτι ἡ Ἐλευθερία, τήν ὁποία γιά αἰῶνες εἶχαν ποθήσει, γιά τήν ὁποία γιά αἰῶνες εἶχαν θυσιασθεῖ, ἔφθασε ἐπί τέλους σήμερα καί ὅτι ἡ Πατρίδα ἀνέπνεε πλέον ἐλεύθερα.
Πιό συγκινητική στιγμή ἴσως νά μήν εἶχε γνωρίσει κανείς ἀπό αὐτούς πού ἦταν παρόντες ἐκείνη τήν ὥρα καί δέν εἶχε δικαίωμα κανείς τους νά τή λησμονήσει. Ἀλλά δέν μπορεῖ νά τή λησμονήσουμε καί ἐμεῖς πού τήν ἀκοῦμε τώρα. Καί αὐτό γιατί δέ θά βροῦμε πουθενά ἐκδήλωση τέτοια πού νά συμβολίζει μέ ζωηρότερο καί παραστατικότερο τρόπο τήν ψυχική ἑνότητα τῆς φυλῆς, καί τήν ἀδιάρρηκτη ἑνότητα τῶν ἑλληνικῶν γενεῶν μέσα ἀπό τή θυσία τους γιά τήν Ἐλευθερία.
Ἄς πράξουμε καί ἐμεῖς λοιπόν νοερά ὅ,τι ἔπραξαν οἱ ἁγνοί ἐκεῖνοι Δωδεκανήσιοι κατά τήν ἡμέρα τῆς Ἐλευθερίας τους. Ἄς ἐπισκεφθοῦμε νοερά τούς τάφους τῶν ἡρώων τῆς Ἀλβανίας καί ἄς ὑποσχεθοῦμε τοῦτο καί μόνο:
Ὅτι τή θυσία τους δέ θά τή λησμονήσουμε ποτέ!
Πάντα Ἐλεύθεροι! Σᾶς εὐχαριστῶ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.