Του Θεοδόση Ν. Νικολαΐδη
Πηγή: tvxs.gr
Φλώρινα. Υπηρεσία των Γενικών Αρχείων του Κράτους. Μέσα σε σωρούς χαρτιών, σαν τον τυφλοπόντικα ψάχνοντας δρόμο στις χωμάτινες στοίβες της μνήμης. Στις έγνοιες της μίσθιας δουλειάς, όπως έγραφε ο Καρυωτάκης στα τέλη του ‘30. Τότε που δεν είχαν ακόμα παραμερισθεί η γραφομηχανή και το μελανοδοχείο από τον Μεφιστοφελή του σκληρού δίσκου και των σκληρών ψηφιακών αισθημάτων.
Και μπορεί το μελανοδοχείο να εγκατέλειψε μοιραία τα εγκόσμια, αλλά οι έγνοιες παρέμειναν για να προσυπογράφουν την ισόβια νομοτέλεια της ζωής. Και μαζί με αυτές, η ανθρώπινη παρέμβαση γυρεύει να ταξινομήσει τεκμήρια άλλων εποχών, μισοφωτισμένες ή εκτυφλωτικές αλήθειες, έγγραφα φαγωμένα από το σκώρο ή την υγρασία, ασπρόμαυρες φωτογραφίες, πρωτοσέλιδα και υστερόγραφα της ιστορίας. Χαρτοφύλακες με ιλουστρασιόν προσόψεις θα υποδεχθούν μνήμες που θησαυρίσθηκαν σε πρόχειρα χαρτιά νοτισμένα από τη γέρικη ανάσα του χρόνου.
Δελτιοθήκες και συνοπτικοί αριθμοί ευρετηρίων θα δεξιωθούν τα νέα «λήμματα». Ωστόσο, μόνο λήμματα δεν είναι. Είναι υπόρρητοι και ενίοτε απόρρητοι κραδασμοί της ανθρώπινης ψυχής. Συναισθήματα που δύσκολα αισθητοποιούνται ακόμα και από τον πιο σχολαστικό πεζογράφο του γαλλικού Ρεαλισμού. Πόσο εύκολα άραγε αποδελτιώνεται το ενσταντανέ ενός πικρού χαμόγελου, η φλύαρη σιωπή μιας εικόνας, το αίσθημα πνιγμού που αναδίνει το γράμμα του ξενιτεμένου ή του πρόσφυγα; Η απάντηση είναι όσο εύκολα θα μπορέσει ποτέ κανείς να ανακαλύψει ποιος, τέλος πάντων, ήταν εκείνος που σκάλισε σε κεφαλαία ελληνικά τη λέξη «Ανάγκη» σε μια σκοτεινή γωνιά ενός από τους πύργους της Παναγίας των Παρισίων.
Ένας φάκελος μού τραβά την προσοχή και ξεθάβω το περιεχόμενό του. Είναι κείμενα που μιλούν για τα σκοτεινά χρόνια της Κατοχής, όταν οι ανθρώπινες αξίες κλήθηκαν να αναμετρηθούν με τη φρίκη και τη συναλλαγή. Βιογραφικά και αυτοβιογραφικά σημειώματα αγωνιστών που ο καθένας τους πρωταγωνίστησε από τη θέση που του όρισε η θεά Ευθύνη. Αλληλογραφίες ανθρώπων που τους χώρισαν τα αλλήθωρα βλέμματα της ιστορίας. Τηλέφωνα και διευθύνσεις ανθρώπων που δεν είναι πλέον στη ζωή. Ψευδώνυμα οδοδείκτες για την αθανασία. Σκόρπιες ψηφίδες από το πορτρέτο μιας εποχής που συστήνεται μέσω της ιδιωτικής μνήμης.
Μιας εποχής που με τα συντρίμμια γυρεύει να στυλώσει τα ερείπιά της, που θα έλεγε και ο T. S. Eliot. Δυσανάγνωστα και ανορθόγραφα τα περισσότερα (Το 1942. Αρχάς. Άνικσι…), μένουν ανυπάκουα σε αφηγηματικούς μοντερνισμούς και στιλιστικές καινοτομίες τις οποίες ούτε διεκδικούν ούτε χρειάζονται. Ποια εκζήτηση, άλλωστε, χρειάζεται η αυθόρμητη επιθυμία κάποιου να αφήσει το τελευταίο υλικό του χνάρι στους επιγόνους, το «ανώτερο μήνυμα» όπως το χαρακτήριζε ο M. Borwicz το 1973; Τα περισσότερα είναι χειρόγραφα και αχρονολόγητα. Άλλα είναι γραμμένα σε κόλλες αναφοράς, άλλα πάλι σε μπλε τετράδια της αριθμητικής, σε παιδικά μπλοκ ιχνογραφίας, ακόμα και στην ατύπωτη όψη τιμολογίων, σε σελίδες από ημεροδείκτες, σε χάρτινες ράχες που ξηλώθηκαν από κούτες τσιγάρων. Ακριβές λέξεις γραμμένες πάνω στο όχημα της «φτηνής» ύλης.
Ένα μικρό κομμάτι χαρτί φαίνεται ότι κόπηκε αδέξια από κάποιο τετράδιο. Η ανάγνωση των ονομάτων γίνεται μνημόσυνο προσκλητήριο νεκρών. Είναι εκείνοι που πήραν μέρος στην «επιχείρηση του τρένου» στη Βεύη της Φλώρινας τον Μάιο του 1943. Στο πακέτο των εγγράφων κρύβεται μια αυθεντική φωτογραφία που γίνεται λυγμός. Είναι οι δεκαπέντε κρεμασμένοι πατριώτες στο χωριό Κλαδοράχη της Φλώρινας. Σε πάμπολλα ακρωτηριασμένα φύλλα χαρτιού η ιστορία βάζει μπρος τον νερόμυλο της πικρής μνήμης: «Α. Θ. Σκοτώθηκε την 22α Μαρτίου του 1942 από τους Γερμανούς στο Ραντόσι. Γ. Χ. Προδόθηκε και τον εκτέλεσαν την άλλη μέρα οι Ναζί στα λατομεία του χωριού…». Από μια τσαλακωμένη σελίδα κρέμονται ακόμα τα πλαϊνά κρόσσια του μπλοκ ζωγραφικής. Διαβάζω για μια μάχη. Η κατακλείδα ισοδυναμεί με αφορισμό: «Έτσι έγιναν τα πράγματα». Έτσι έγιναν. Οριστικώς και αμετακλήτως. Ένα άλλο σημείωμα προδίδει τα ήθη μιας άλλης, επικής εποχής: «Όσα γράφω είναι αλήθεια. Γι’ αυτό και τα υπογράφω». Κάποτε η αθέτηση της υπογραφής ελεγχόταν ως θλιβερή μόνο εξαίρεση.
Το μάτι μου πέφτει πάνω σε ένα σκληρό χαρτόνι με το έμβλημα των τσιγάρων του Παπαστράτου, τον περίφημο κόκκινο Άσσο. Στην πίσω όψη διαβάζω την ιστορία του θρυλικού Καμό. Αντιγράφω τον επίλογο: «Βασίλη, σου έγραψα την περίπτωση Καμό λίγο βιαστικά γιατί δεν είχα στη διάθεσή μου χρόνο αρκετό. Πάντως έτσι ακριβώς συνέβησαν τα γεγονότα».
Αμείλικτη η εμπιστευτική διαβεβαίωση. «Έτσι συνέβησαν τα γεγονότα». Λόγος απελέκητος που κουβαλά στις κουρασμένες πλάτες του δεκαετίες παιδεμένης ζωής. Χωρίς μακροσκελείς εισαγωγές, πεφωτισμένους διαμέσους, επιστρατευμένες βιβλιογραφίες και υπομνήματα. Εδώ ανιχνεύεις την ενδιάθετη πειθώ του απλού ανθρώπου και όχι την εμπρόθετη πειστικότητα της ακαδημαϊκής σπουδαιοφάνειας. Εδώ το ύφος αναδεικνύεται σε έμπιστο υποβολέα της αλήθειας ενός λόγου που αντιστέκεται στο αδηφάγο τέρας της Λήθης, για να μην ξεπέσει το σημείωμα σε «ασημόχαρτο που αφημένο στη μανία του βαρδάρη θα στροβιλίζεται στον αέρα σαν ασημένιο πουλί που ψάχνει δέντρο να καθίσει», για να θυμηθώ παραφρασμένα τους Ακροτελεύτιους Εσπερινούς του Τάσου Χατζητάτση.
Μαρτυρία…τεκμήριο…πειστήριο. Όπως και αν ορίσει κανείς τα λόγια αυτά, ένα τουλάχιστον δεν πρέπει να υποτιμήσει. Τα «άφιλτρα» αυτά λόγια τα χάραξε πάνω στη ράχη μιας κούτας άφιλτρων του Παπαστράτου η «άφιλτρη» ψυχή ενός γέροντα ξωμάχου που έζησε περήφανα μιαν εξίσου «άφιλτρη» ζωή. Δεν γνωρίζω πόση σημασία έχει ή μπορεί να έχει κάτι τέτοιο στην τεχνολογική και υπολογιστική εποχή μας. Δεν γνωρίζω πόση είναι η εναπομείνασα ψυχική και υφολογική συνάφεια με τις συνήθειες μιας άλλης - πάντως όχι ιδιαίτερα μακρινής - εποχής σε μέρες που πάψαμε πια να προτιμούμε τα ιδιόχειρα εργόχειρα της μνήμης. Σε μέρες που δεν αναγνωρίζεται αρκούντως η σημασία της ανάγκης να περιφρουρεί κανείς ακόμα και τα κρόσσια της ιδιωτικής και συλλογικής μνήμης. Σε μέρες που δεν εκτυπώνουμε πια τις ζωντανές ατέλειες των φωτογραφιών μας και προτιμούμε να κρατούμε μόνο τις παγερές τελειότητες του ψηφιακού υλικού μας. Σε μέρες που η ανάγκη για την άφιλτρη έκφραση σπάνια ικανοποιείται έστω και πάνω σε μια κούτα άφιλτρων του Παπαστράτου.
Και μπορεί το μελανοδοχείο να εγκατέλειψε μοιραία τα εγκόσμια, αλλά οι έγνοιες παρέμειναν για να προσυπογράφουν την ισόβια νομοτέλεια της ζωής. Και μαζί με αυτές, η ανθρώπινη παρέμβαση γυρεύει να ταξινομήσει τεκμήρια άλλων εποχών, μισοφωτισμένες ή εκτυφλωτικές αλήθειες, έγγραφα φαγωμένα από το σκώρο ή την υγρασία, ασπρόμαυρες φωτογραφίες, πρωτοσέλιδα και υστερόγραφα της ιστορίας. Χαρτοφύλακες με ιλουστρασιόν προσόψεις θα υποδεχθούν μνήμες που θησαυρίσθηκαν σε πρόχειρα χαρτιά νοτισμένα από τη γέρικη ανάσα του χρόνου.
Δελτιοθήκες και συνοπτικοί αριθμοί ευρετηρίων θα δεξιωθούν τα νέα «λήμματα». Ωστόσο, μόνο λήμματα δεν είναι. Είναι υπόρρητοι και ενίοτε απόρρητοι κραδασμοί της ανθρώπινης ψυχής. Συναισθήματα που δύσκολα αισθητοποιούνται ακόμα και από τον πιο σχολαστικό πεζογράφο του γαλλικού Ρεαλισμού. Πόσο εύκολα άραγε αποδελτιώνεται το ενσταντανέ ενός πικρού χαμόγελου, η φλύαρη σιωπή μιας εικόνας, το αίσθημα πνιγμού που αναδίνει το γράμμα του ξενιτεμένου ή του πρόσφυγα; Η απάντηση είναι όσο εύκολα θα μπορέσει ποτέ κανείς να ανακαλύψει ποιος, τέλος πάντων, ήταν εκείνος που σκάλισε σε κεφαλαία ελληνικά τη λέξη «Ανάγκη» σε μια σκοτεινή γωνιά ενός από τους πύργους της Παναγίας των Παρισίων.
Ένας φάκελος μού τραβά την προσοχή και ξεθάβω το περιεχόμενό του. Είναι κείμενα που μιλούν για τα σκοτεινά χρόνια της Κατοχής, όταν οι ανθρώπινες αξίες κλήθηκαν να αναμετρηθούν με τη φρίκη και τη συναλλαγή. Βιογραφικά και αυτοβιογραφικά σημειώματα αγωνιστών που ο καθένας τους πρωταγωνίστησε από τη θέση που του όρισε η θεά Ευθύνη. Αλληλογραφίες ανθρώπων που τους χώρισαν τα αλλήθωρα βλέμματα της ιστορίας. Τηλέφωνα και διευθύνσεις ανθρώπων που δεν είναι πλέον στη ζωή. Ψευδώνυμα οδοδείκτες για την αθανασία. Σκόρπιες ψηφίδες από το πορτρέτο μιας εποχής που συστήνεται μέσω της ιδιωτικής μνήμης.
Μιας εποχής που με τα συντρίμμια γυρεύει να στυλώσει τα ερείπιά της, που θα έλεγε και ο T. S. Eliot. Δυσανάγνωστα και ανορθόγραφα τα περισσότερα (Το 1942. Αρχάς. Άνικσι…), μένουν ανυπάκουα σε αφηγηματικούς μοντερνισμούς και στιλιστικές καινοτομίες τις οποίες ούτε διεκδικούν ούτε χρειάζονται. Ποια εκζήτηση, άλλωστε, χρειάζεται η αυθόρμητη επιθυμία κάποιου να αφήσει το τελευταίο υλικό του χνάρι στους επιγόνους, το «ανώτερο μήνυμα» όπως το χαρακτήριζε ο M. Borwicz το 1973; Τα περισσότερα είναι χειρόγραφα και αχρονολόγητα. Άλλα είναι γραμμένα σε κόλλες αναφοράς, άλλα πάλι σε μπλε τετράδια της αριθμητικής, σε παιδικά μπλοκ ιχνογραφίας, ακόμα και στην ατύπωτη όψη τιμολογίων, σε σελίδες από ημεροδείκτες, σε χάρτινες ράχες που ξηλώθηκαν από κούτες τσιγάρων. Ακριβές λέξεις γραμμένες πάνω στο όχημα της «φτηνής» ύλης.
Ένα μικρό κομμάτι χαρτί φαίνεται ότι κόπηκε αδέξια από κάποιο τετράδιο. Η ανάγνωση των ονομάτων γίνεται μνημόσυνο προσκλητήριο νεκρών. Είναι εκείνοι που πήραν μέρος στην «επιχείρηση του τρένου» στη Βεύη της Φλώρινας τον Μάιο του 1943. Στο πακέτο των εγγράφων κρύβεται μια αυθεντική φωτογραφία που γίνεται λυγμός. Είναι οι δεκαπέντε κρεμασμένοι πατριώτες στο χωριό Κλαδοράχη της Φλώρινας. Σε πάμπολλα ακρωτηριασμένα φύλλα χαρτιού η ιστορία βάζει μπρος τον νερόμυλο της πικρής μνήμης: «Α. Θ. Σκοτώθηκε την 22α Μαρτίου του 1942 από τους Γερμανούς στο Ραντόσι. Γ. Χ. Προδόθηκε και τον εκτέλεσαν την άλλη μέρα οι Ναζί στα λατομεία του χωριού…». Από μια τσαλακωμένη σελίδα κρέμονται ακόμα τα πλαϊνά κρόσσια του μπλοκ ζωγραφικής. Διαβάζω για μια μάχη. Η κατακλείδα ισοδυναμεί με αφορισμό: «Έτσι έγιναν τα πράγματα». Έτσι έγιναν. Οριστικώς και αμετακλήτως. Ένα άλλο σημείωμα προδίδει τα ήθη μιας άλλης, επικής εποχής: «Όσα γράφω είναι αλήθεια. Γι’ αυτό και τα υπογράφω». Κάποτε η αθέτηση της υπογραφής ελεγχόταν ως θλιβερή μόνο εξαίρεση.
Το μάτι μου πέφτει πάνω σε ένα σκληρό χαρτόνι με το έμβλημα των τσιγάρων του Παπαστράτου, τον περίφημο κόκκινο Άσσο. Στην πίσω όψη διαβάζω την ιστορία του θρυλικού Καμό. Αντιγράφω τον επίλογο: «Βασίλη, σου έγραψα την περίπτωση Καμό λίγο βιαστικά γιατί δεν είχα στη διάθεσή μου χρόνο αρκετό. Πάντως έτσι ακριβώς συνέβησαν τα γεγονότα».
Αμείλικτη η εμπιστευτική διαβεβαίωση. «Έτσι συνέβησαν τα γεγονότα». Λόγος απελέκητος που κουβαλά στις κουρασμένες πλάτες του δεκαετίες παιδεμένης ζωής. Χωρίς μακροσκελείς εισαγωγές, πεφωτισμένους διαμέσους, επιστρατευμένες βιβλιογραφίες και υπομνήματα. Εδώ ανιχνεύεις την ενδιάθετη πειθώ του απλού ανθρώπου και όχι την εμπρόθετη πειστικότητα της ακαδημαϊκής σπουδαιοφάνειας. Εδώ το ύφος αναδεικνύεται σε έμπιστο υποβολέα της αλήθειας ενός λόγου που αντιστέκεται στο αδηφάγο τέρας της Λήθης, για να μην ξεπέσει το σημείωμα σε «ασημόχαρτο που αφημένο στη μανία του βαρδάρη θα στροβιλίζεται στον αέρα σαν ασημένιο πουλί που ψάχνει δέντρο να καθίσει», για να θυμηθώ παραφρασμένα τους Ακροτελεύτιους Εσπερινούς του Τάσου Χατζητάτση.
Μαρτυρία…τεκμήριο…πειστήριο. Όπως και αν ορίσει κανείς τα λόγια αυτά, ένα τουλάχιστον δεν πρέπει να υποτιμήσει. Τα «άφιλτρα» αυτά λόγια τα χάραξε πάνω στη ράχη μιας κούτας άφιλτρων του Παπαστράτου η «άφιλτρη» ψυχή ενός γέροντα ξωμάχου που έζησε περήφανα μιαν εξίσου «άφιλτρη» ζωή. Δεν γνωρίζω πόση σημασία έχει ή μπορεί να έχει κάτι τέτοιο στην τεχνολογική και υπολογιστική εποχή μας. Δεν γνωρίζω πόση είναι η εναπομείνασα ψυχική και υφολογική συνάφεια με τις συνήθειες μιας άλλης - πάντως όχι ιδιαίτερα μακρινής - εποχής σε μέρες που πάψαμε πια να προτιμούμε τα ιδιόχειρα εργόχειρα της μνήμης. Σε μέρες που δεν αναγνωρίζεται αρκούντως η σημασία της ανάγκης να περιφρουρεί κανείς ακόμα και τα κρόσσια της ιδιωτικής και συλλογικής μνήμης. Σε μέρες που δεν εκτυπώνουμε πια τις ζωντανές ατέλειες των φωτογραφιών μας και προτιμούμε να κρατούμε μόνο τις παγερές τελειότητες του ψηφιακού υλικού μας. Σε μέρες που η ανάγκη για την άφιλτρη έκφραση σπάνια ικανοποιείται έστω και πάνω σε μια κούτα άφιλτρων του Παπαστράτου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.