H ομιλία του Αρχιμανδρίτη π. Ιουστίνου Μπαρδάκα
Τά χαράματα τῆς 28ης Ὀκτωβρίου 1940 τόν πρωθυπουργό τῆς Ἑλλάδος Ἰωάννη Μεταξᾶ ἐπισκέφθηκε ὁ πρέσβυς τῆς Ἰταλίας στήν Ἑλλάδα Ἐμανουήλ Γράτζι καί τοῦ ἐπέδωσε τελεσίγραφο μέ τό ὁποῖο ἡ φασιστική κυβέρνηση Μουσολίνι ζητοῦσε νά καταλάβει στρατηγικά σημεῖα τῆς Ἑλλάδος ἔνοπλα. Ὅπως σημειώνει ὁ Γράτσι στό βιβλίο του «Ἡ ἀρχή τοῦ τέλους. Ἡ ἐπιχείρηση κατά τῆς Ἑλλάδος» (ἔκδοση Ἐστία, Ἀθήνα 1980, σελ. 272-274) ἡ Ἰταλική κυβέρνηση ζήτησε ἀπό τήν Ἐλληνική κυβέρνηση «όπως μη εναντιωθή εις την κατάληψιν ταύτην και όπως μη παρεμποδίση την ελευθέραν διέλευσιν των στρατευμάτων των προοριζομένων να την πραγματοποιήσωσι. Τα στρατεύματα ταύτα δεν παρουσιάζονται ως εχθροί του ελληνικού λαού και η Ιταλική Κυβέρνησις δεν προτίθεται ποσώς, δια της προσωρινής κατοχής στρατηγικών τινών σημείων, επιβαλλομένης υπό της ανάγκης των περιστάσεων και εχούσης καθαρώς αμυντικόν χαρακτήρα, να θίξη οπωσδήποτε την κυριαρχίαν και την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος.
Η Ιταλική Κυβέρνησις ζητεί από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν όπως δώσει αυθωρεί εις τας στρατιωτικάς αρχάς, τας αναγκαίας διαταγάς ίνα η κατοχή αύτη δυνηθή να πραγματοποιηθή κατά ειρηνικόν τρόπον. Εάν τα ιταλικά στρατεύματα ήθελον συναντήσει αντίστασιν, η αντίστασις αυτή θα καμφθή δια των όπλων και η Ελληνική Κυβέρνησις θα έφερε τας ευθύνας αι οποίαι ήθελον προκύψει εκ τούτου».
Ὁ ἕλληνας Πρωθυπουργός μπροστά σέ αὐτήν τήν πρόκληση χωρίς περιστροφές καί διπλωματικούς ἐλιγμούς ἀρνεῖται τήν ὑποταγή στίς ἰταλικές ἀπειλές καί ἀπευθυνόμενος στόν πρέσβυ Γκράτσι στά Γαλλικά τοῦ λέγει: «alors, c’ est la guerre», «πόλεμος, λοιπόν!». Στή συ7νέχε μνημειώδες διάγγελμά του
«Η στιγμή επέστη που θα αγωνισθώμεν δια την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της. Μολονότι ετηρήσαμεν την πλέον αυστηράν ουδετερότητα και ίσην προς όλους, η Ιταλία, μη αναγνωρίζουσα εις ημάς το δικαίωμα να ζούμεν ως ελεύθεροι Έλληνες, μου εζήτησε σήμερον την 3ην πρωινήν την παράδοσιν τμημάτων του εθνικού εδάφους, κατά την ιδίαν αυτής βούλησιν, και μου ανεκοίνωσεν ότι, προς κατάληψιν αυτών, η κίνησις των στρατευμάτων της θα ήρχιζε την 6ην πρωινήν. Απήντησα εις τον Ιταλόν Πρέσβυν ότι θεωρώ και το αίτημα αυτό καθ’ εαυτό και τον τρόπον με τον οποίον γίνεται τούτο ως κήρυξιν του πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδος.
Τώρα θα αποδείξωμεν εάν πράγματι είμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας την οποίαν μας εξησφάλισαν οι προπάτορές μας. Όλον το Έθνος ας εγερθή σύσσωμον. Αγωνισθήτε δια την Πατρίδα, τας γυναίκας, τα παιδιά σας και τας ιεράς μαςπαραδόσεις.Νυν υπέρ πάντων ο αγών».
Ἡ εἴδηση γιά τήν κήρυξη τοῦ πολέμου ἔπεσε σάν ἀστραπή στήν Ἑλλάδα πού μόλις ξυπνοῦσε. Τί περίεργο ὅμως! Ἡ ἀστραπή δέν ἔφερε μπόρα καί ἀναστάτωση, φόβο καί ἠττοπάθεια. Ἀντίθετα, γέννησε θύελλα ἐνθουσιασμοῦ. Μιά θύελλα κάθε ἄλλο παρά πρωτόγνωρη γιά τό βασανισμένο Γένος τῶν Ἑλλήνων. Γράφει ὁ Ἄγγελος Σικελιανός στό περιοδικό «Ἐστία» στίς 15 Νοεμβρίου 1940 (τ. 334) ὑμνολογώντας τή μεγάλη ἡμέρα, τήν μητέρα ἡμέρα, τήν 28η Ὀκτωβρίου 1940: «Ελέγαμε: ένα Μαραθώνα ακόμα! Ελέγαμε : Μια Σαλαμίνα ακόμα! Ελέγαμε: Ακόμα ένα εικοσιένα! Κι ήρτες τέλος συ, Μητέρα-Μέρα, οπού αγκάλιασες κι ανύψωσες ολόκληρα τα περασμένα στον ανώτατο λυτρωτικό σκοπό τους, στον υπέρτατο τους ηθικόν Ιστορικό Ρυθμό!
Ω δικαίωση όλων των ελληνικών αγώνων! Ω ύψιστη ηθική στροφή μέσα στο χάος ολόκληρου του Κόσμου! Και μαζί, ω γιγάντια, πλέρια ιστορική καταβολή, από την οποία, Ν ι κ η τ έ ς, οι Έλληνες, θα ξεκινήσουμε αύριο, πρωτοπόροι της πνευματικής ανάπλασης ολόκληρης της γης!
Ω Μέρα-Μάννα, που μας έσπασες ακέρια κι ως το ύστατο, όλα τα κρυφά εσωτερικά δεσμά μας! Ω κοσμοϊστορική Ελευθερία, τόσο βαθειά λαχταρισμένη! Να Σε! Σε κατέχουμε! Σε νιώθουμε! Σε θέλουμε!
Και θε να Σε κρατήσουμε όλοι, στο τεράστιο ύψος που μας φανερώθηκες απ’ τα χαράματα των Εικοσιοχτώ του Οχτώβρη του 1940, κι ως με τη συντέλεια των αιώνων, είτε ζήσουμε, είτε, αύριο που θα φέγγεις πάνω απ’ όλο τον πλανήτη το γιγάντιο φως Σου, θα βρισκόμαστε στα σπλάχνα Σου, ω Μητέρα, αθάνατοι νεκροί!»
Ἐκεῖνο τό πρωινό τῆς Δευτέρας τῆς 28ης Ὀκτωβρίου 1940 οἱ πανέλληνες ξεχύθηκαν στούς δρόμους κρατώντας στά χέρια τους τή γαλανόλευκη, ἐπευφημώντας τήν ἄρνηση τοῦ Πρωθυπουργοῦ τους καί συμπυκνώνοντας αὐτή τήν ἄρνηση σέ μιά λέξη-βροντή, πού ἔμελλε νά γίνει τό σύνθημα ὅλου τοῦ ἔπους τοῦ 1940. «ΟΧΙ». Βροντοφώναξαν τό «ΟΧΙ» σέ ὅλους αὐτούς πού ἐπιβουλεύτηκαν τήν ἐθνική τους ἀνεξαρτησία καί ἐλευθερία, τήν προσωπική τους ἀξιοπρέπεια, τό δικαίωμα στή δημιουργία καί στήν τιμή. Βροντοφώναξαν ΟΧΙ, ὅπως καί οἱ πρόγονοί τους στό παρελθόν. «Τό ΟΧΙ τοῦ 1940 εἶναι τό ἴδιο μέ τοῦ Προμηθέα καί τῆς Ἀντιγόνης. Αὐτός ὁ λαός πού γιορτάζει τό ΟΧΙ, εἶναι ὁ ἴδιος πού πολέμησε στόν Μαραθώνα, πού ἔψαλε νικητήρια τροπάρια μές στήν ἁγια-Σοφιά καί πού θυσιάστηκε στό Σούλι καί στό Μεσολόγγι. Ἔτσι ὅταν οἱ πρῶτοι νεκροί ἔγειραν στό χῶμα νά περάσουν τήν πρώτη νεκρική νύχτα, κοιμήθηκαν στή γῆ πού γέννησε τήν πιό ὑψηλή πανάρχαιη ἄρνηση τοῦ ἐλεύθερου ἀνθρώπου, κάτω ἀπό τόν ἴδιο ἔναστρο οὐρανό πού εἶχε ξενυχτήσει τούς ἥρωες τῆς Σαλαμίνας» ἔγραφε ὁ Γάλλος πολιτικός καί λογοτέχνης Μαρλώ.
Ἐκπλήσσει πραγματικά τό ὁμόθυμο καί ὁμοειδές πνεῦμα τῶν Ἑλλήνων. Παρ’ ὅτι ἡ Ἑλλάδα ἦταν διηρημένη πολιτικά, λόγω τῆς δικτατορίας τοῦ Μεταξᾶ, παρ’ ὅτι διαφορές κοινωνικές καί ταξικές ταλάνιζαν τήν καθημερινή ζωή, ἐν τούτοις μπροστά στόν κίνδυνο τῆς δουλείας οἱ Ἕλληνες ἑνώθηκαν, ἔγιναν μία γροθιά, ἕνα σῶμα, μία ψυχή μέ ἕναν καί μόνον στόχο. Τήν προάσπιση τῶν πατρώων. «Αυτή η ομοθυμία των δέκα εκατομμυρίων Ελλήνων», γράφει ὁ Στρατῆς Μυριβίλης λίγες ἡμέρες μετά τήν 28η Ὀκτωβρίου 1940.( Νέα Ἐστία, 15 Νοεμβρίου 1940, τ. 334) «με την οποίαν αντίκρυσαν το φοβερό γεγονός του πολέμου, είναι θαρρώ το πιο σπουδαίο φαινόμενο μέσα στην ιστορία του έθνους μας ολόκληρη. Η Ελλάδα σύσσωμη, σύψυχη, στάθηκε μπροστά στο ανοιχτό βιβλίο της Μοίρας και υπαγορεύει το νέο κεφάλαιο της ιστορίας της.
Δεν έγινε αυτό με εξαναγκασμούς ούτε με φοβέρες. Τα δέκα εκατομμύρια των Ελλήνων πρόσφεραν τους πληγωμένους εγωισμούς των, τις φιλοδοξίες και τα μίση και τα πάθη τους τα πολιτικά, και τους προσωπικούς φθόνους και τις ματαιοδοξίες τους, πρόσφεραν τις κοσμοθεωρίες τους και τις διαφωνίες τους και τις αυταρέσκειές τους, πρόσφεραν τις ελευθερίες τους στο βωμό της Ελλάδας, με τον ίδιο τρόπο που τα ζευγάρια πρόσφεραν τις χρυσές βέρες τους και οι πτωχές υπηρέτριες τις οικονομίες τους. Έτσι οι πεντακόσιες χιλιάδες των στρατευμένων νέων πρόσφεραν τα νειάτα και τη ζωή τους. Όλοι με λεύτερη τη θέληση, όλοι από το περίσσευμα της καρδιάς».
Ἡ Ἑλλάδα εἶπε τό ΟΧΙ μόνη καί ἀβοήθητη. Δέν ἤλπισε σέ καμιά μεγάλη δύναμη, σέ καμιά ἰσχυρή συμμαχία, σέ κανέναν στρατιωτικό ἐξοπλισμό. Αὐτό πού ἔκαμε ἦταν μιά τρέλα. Οἱ Ἰταλοί ὑπερτεροῦσαν συντριπτικά καί σέ ἀνθρώπινο μάχιμο δυναμικό καί σέ στρατιωτικό ἐξοπλισμό. Ὁ ἀγώνας αὐτός ἦταν καθαρή παραφροσύνη. Γιά τόν Ἕλληνα ὅμως αὐτό πού πολλοί Εὐρωπαῖοι ὀνόμασαν παραφροσύνη ἀποτελοῦσε τό ὑπέρτατο χρέος πρός τούς ἀπογόνους καί τούς ἐπιγόνους. «Ἕνα ἀπό τά γνωρίσματα τοῦ ἐθνικοῦ ἑλληνικοῦ ἤθους εἶναι ὅτι στή σύγκριση τῶν στιγμῶν τοῦ ἀγώνα θέτει πάντα πιό ψηλά τή θυσία ἀπό τήν ἐπιτυχία. Ὑπάρχει ἔνας ἰσχυρός τόνος ρομαντισμοῦ σ’ αὐτήν τήν ἀποτίμηση. Ὁ ρεαλιστής λογαριάζει τό ἀποτέλεσμα. Τόν ρομαντικό γοητεύει ἡ προσπάθεια πού διατηρεῖ τήν ἀξία της καί ὅταν τό ἀποτέλεσμα δέν εἶναι τό προσδοκώμενο. Καί ἡ ἄποψη αὐτή ἔχει ὑψηλό ἡθικό νόημα. Τά ἀποτελέσματα τῶν πράξεών μας δέν ἐξαρτῶνται ἀπό μᾶς. Ἡ προσπάθεια ὅμως εἶναι ἐντελῶς δική μας. Χρέος μας εἶναι νά ἀγωνιζόμαστε. Τήν ἐπιτυχία τήν δίνουν καί ἄλλες αἰτίες καί συχνά ἡ σύμπτωση. Πόσο ὑψηλότερα τοποθετεῖ ὁ λαός μας αὐτός τή θυσία ἀπό τή νίκη, φαίνεται καθαρά ἀπό τή συναισθηματική ἀπήχηση, πού ἔχουν στήν ψυχή του ἀντίστοιχα γεγονότα ἀπό τήν ἱστορία τοῦ παρελθόντος του. Δηλαδή ἐκτιμᾶ περισσότερο τίς Θερμοπῦλες ἀπό τόν Μαραθώνα. Ὑπερηφανεύεται πιό πολύ γιά τό Μεσολόγγι παρά γιά τήν ἄλωση τῆς Τριπολιτσᾶς. Καί ἄν μέσα στή θυσία κάθε ἄνθρωπος αἰσθάνεται συγκλονιστικότερα τό δραματικό μεγαλεῖο τῆς πάλης, τόν Ἕλληνα τόν ἐδίδαξε ἡ ἱστορία του νά ταυτίζει τό χρέος μέ τή θυσία, νά θεωρεῖ κλῆρο καί μοίρα τοῦ ἔθνους του τίς δύσκολες στιγμές καί ὄχι τήν ἐκθαμβωτική ἐπιτυχία, ἀλλά τή θυσία πού ὑψώνει τόν συντριμμένο πάνω άπό τόν νικητή».
Αὐτό εἶναι τό διαχρονικό ἑλληνικό ἦθος. Τό ἦθος πού δέν ζυγίζει, δέν μετρᾶ, δέν ὑπολογίζει, δέν βολεύεται, ἀλλά θεωρεῖ νίκη τήν πάλη, τόν ἀγώνα, τή θυσία, τό θάνατο. Αὐτό τό ἦθος ἀναστήθηκε ἐκεῖνο τό πρωινό τῆς Δευτέρας τῆς 28ης Ὀκτωβρίου 1940 σάν ἀπό μνῆμα καί πυροδότησε τίς καρδιές καί τίς ψυχές τῶν Ἑλλήνων. Οἱ περιγραφές τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἀλλά καί τό ὁπτικοακουστικό ὑλικό πού διασώθηκε ἀποτυπώνουν ἤ καλύτερα ἁγιογραφοῦν αὐτό τό ἦθος τῶν Ἑλλήνων τοῦ ‘40. Μεθυσμένοι οἱ Ἕλληνες ἀπό τό ἀθάνατο κρασί τοῦ ‘21 ξεχύθηκαν στά βουνά τῆς Βορείου Ἡπείρου κραυγάζοντας τήν νικητήρια ἰαχή «ἀέρα». Πολεμοῦσαν ὄχι γιά χρήματα, οὔτε γιά συμφέροντα, ἀλλά πολεμοῦσαν γιά τήν ἀλήθεια, τήν ἐλευθερία, τή δικαιοσύνη, τήν ἀξιοπρέπεια, τήν τιμή. Πολεμοῦσαν ὑπέρ βωμῶν καί ἐστιῶν. Ἄνδρες καί γυναῖκες. Νέοι καί γέροντες. Οἱ ἄνδρες στό μέτωπο πολεμώντας ἕως θανάτου, οἱ γυναῖκες στά μετόπισθεν πλέκοντες μάλλινες κάλτσες καί φανέλες καί μεταφέροντας πολεμοφόδια μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους στήν πρώτη γραμμή καί προσευχόμενες στήν γλυκιά Παναγιά νά φέρει πίσω ζωντανά τά παλικάριά τους. Καί ἡ Παναγιά ἄκουγε τίς προσευχές τους.
Ὑπάρχουν ἑκατοντάδες ἔγγραφες μαρτυρίες τῶν μαχητῶν γιά τίς θαυματουργικές ἐμφανίσεις τῆς Παναγίας στό μέτωπο καί τήν προστασία τῶν μαχητῶν. Ἀξίζει νά ἀναφέρουμε μία. Εἶναι ἡ μαρτυρία τοῦ διοικητοῦ τοῦ 51ου ἀνεξάρτητου τάγματος Πετράκη καί συνέβη στήν κορυφογραμμή Ροντένη, πού βρίσκεται δεξιά τῆς Κλεισούρας. «Κάθε βράδυ, από τις 22-1-41 και έπειτα, στίς 9.20 ακριβώς, το βαρύ ιταλικό πυροβολικό άρχιζε βολή εναντίον του τάγματος Πετράκη και του δρόμου, απ’ όπου περνούσαν τα μεταγωγικά. Πέρασαν ήμερες και το κακό συνεχιζόταν, δημιουργώντας εκνευρισμό και απώλειες. Τολμηροί ανιχνευτές των εμπροσθοφυλακών και αεροπόροι εξαπολύθηκαν μέχρι βαθιά στις ιταλικές γραμμές, αλλά επέστρεψαν άπρακτοι. Δεν μπορούσαν να εντοπίσουν τα ιταλικά πυροβόλα, ίσως γιατί οι Ιταλοί κάθε βράδυ τα μετακινούσαν.Ήταν όμως απόλυτη ανάγκη να εντοπισθούν οι εχθρικές θέσεις. Ένα βράδυ του Φεβρουαρίου ακούστηκαν πάλι οι ομοβροντίες των ιταλικών κανονιών.- Παναγία μου, φώναξε τότε ο ταγματάρχης εντελώς αυθόρμητα, βοήθησε μας! Σώσε μας απ’ αυτούς τους δαίμονες. Αμέσως στο βάθος πρόβαλε ένα φωτεινό σύννεφο. Σιγά-σιγά σχημάτισε κάτι σαν φωτοστέφανο. Και κάτω απ’ αυτό μερικά ασημένια συννεφάκια σχημάτισαν τη μορφή της Παναγίας, η οποία άρχισε να γέρνει προς τη γη και στάθηκε σ’ ένα φαράγγι, ανάμεσα σε δύο υψώματα του Μπούμπεση. Το όραμα το είδαν όλοι στο τάγμα και ρίγησαν.- Θαύμα! βροντοφώναξε ο ταγματάρχης.- Θαύμα! Θαύμα! επανέλαβαν οι στρατιώτες και σταυροκοπήθηκαν. Αμέσως έφυγε ένας σύνδεσμος με σημείωμα του Πετράκη νια την πυροβολαρχία του Τζήμα. Σε δέκα λεπτά βρόντησαν τα ελληνικά κανόνια και σε είκοσι εσίγησαν τα ιταλικά. Οι οβίδες μας είχαν πετύχει απόλυτα τον στόχο».
Ἔχοντας αὐτήν τήν πίστη, αὐτές τίς ἀρχές, αὐτές τίς ἀξίες κατάφεραν «μιά χούφτα Ἕλληνες» ὅπως συχνά ἔλεγε ὁ μακαριστός ποιμενάρχης μας π. Αὐγουστῖνος νά ἐκτοπίσουν τούς Ἰταλούς μέχρι τήν Ἀδριατική καί νά γράψουν καί πάλι ἔπη ἡρωικά καί πανέδοξα, ἀφήνοντάς τα πολύτιμη παρακαταθήκη στούς ἐπιγόνους.
Ἄμεσο ὅμως τίθεται τό ἐρώτημα κατά πόσο ἐμεῖς οἱ ἐπίγονοι αὐτῶν τῶν ἡρώων, 71 χρόνια μετά ἀπό τό δικό τους ἔπος, καταφέραμε νά διαφυλάξουμε τή δική τους παρακαταθήκη ἀνόθευτη καί νά τήν παραδώσουμε βελτιωμένη στίς γενεές πού έρχονται. Φοβοῦμαι πώς ἄν θελήσουμε νά ἀπαντήσουμε εἰλικρινά στό ἐρώτημα πολύ θά πονέσουμε. Παρά ταῦτα τό τολμοῦμε.
71 χρόνια μετά τόν δικό τους ἀγώνα καί τή δική τους θυσία, ἐμεῖς οἱ ἐπίγονοι αὐτῶν τῶν ἡρώων καταντήσαμε τό ἀγαθό τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ἐθνικῆς κυριαρχίας πού αὐτοί μέ αἵματα καί ἱδρῶτες μᾶς πρόσφεραν, νά τό διαπραγματευόμαστε στά εὐρωπαϊκά καί διεθνῆ οἰκονομικά φόρουμ ἀντί πινακίου φακῆς. Πιστέψαμε πώς μποροῦμε νά δημιουργήσουμε μιά Ἑλλάδα νέα, σύγχρονη, πολιτισμένη χωρίς τήν δική τους πίστη, τίς δικές τους ἀρχές, τή δική τους φιλοτιμία, τή δική τους φιλοπατρία. Ἀποκαλέσαμε σοβινισμό τόν πατριωτισμό, φονταμενταλισμό τήν πίστη στόν Χριστό καί στήν Ὀρθοδοξία, συντηρητισμό τήν ἀφοσίωση σέ ἰδανικά καί ἀρχές. Στηριχθήκαμε στό εὔκολο χρῆμα, στήν ψεύτική εὐμάρεια, καί κάναμε τρόπο πετυχημένης ζωῆς τό βόλεμα καί τή μίζα. Χτυπήσαμε θεσμούς αἰώνων ὅπως τήν Ἐκκλησία, τήν παιδεία, τη δικαιοσύνη, τό στρατό. Μιλήσαμε πολύ γιά ἐλευθερία καί καταντήσαμε ἀσύδοτοι, γιά ἀλήθεια καί βουτηχτήκαμε στό ψέμμα, γιά δικαιοσύνη καί πνιγήκαμε στό ἄδικο, γιά ἰσότητα καί δημιουργήσαμε στρατιές δούλων. Καυχηθήκαμε ὅτι θά φέρουμε νέον ἀέρα στά πράγματα τῆς Ἑλλάδος καί σήμερα ἡ ἀτμόσφαιρα ὄζει θάνατο. Ὅσο καί ἄν εἶναι δύσκολο καί σκληρό νά τό ἀποδεχθοῦμε αὐτές εἶναι οἱ ἐπιτυχίες τῶν νεοελλήνων, οἱ δικές μας ἐπιτυχίες. Παραδώσαμε τήν χώρα μας σέ μιά ἰδιότυπη πνευματική καί οἰκονομική δουλεία. Καί ὅταν ἔπρεπε νά ἀνορθώσουμε τό ἀνάστημά μας καί νά ποῦμε σέ ὅλους αὐτούς πού ἀπειλοῦν ἐμμέσως ἤ ἀμέσως τήν ἀκεραιότητα τῆς πατρίδας μας ἕνα ἡρωικό ΟΧΙ, ἐμεῖς συμβιβαστήκαμε μέ ποταπά ἰδιοτελῆ συμφέροντα.
Ὅμως τό αἷμα ὅλων αὐτῶν πού πέθαναν γιά μιά ἐλεύθερη καί ἀνεξάρτητη πατρίδα βοᾶ. Διαμαρτύρεται. Κραυγάζει: «Εἶναι ἄδικο, ἄδικο γιά τόν ἀγώνα μας, ἄδικο γιά τή θυσία μας, ἄδικο γιά τήν προσφορά μας». Ἡ μυστική αὐτή βοή ἀποκτᾶ δύναμη ὅταν κουρνιάσει στή καρδιά κάθε Ἕλληνα πού ἀκόμα πονᾶ γιά τήν πατρίδα του. Γίνεται ἐλπίδα δυνατή καί ἀγώνας διαρκής γιά τήν ἀπόκτηση ὅλων αὐτῶν πού χάσαμε. Μεταβάλλεται σέ ἕνα ἡχηρό ΟΧΙ πρός κάθε ἕναν πού ἀπειλεῖ τήν πατρίδα μας. Καί δημιουργεῖ ἕναν περίεργο πόλεμο, πόλεμο ἀναγκαῖο μιά πού, ὅπως ἔγραφε ὁ Παῦλος Παλαιολόγος στήν ἐφημερίδα «Ἐλεύθερον Βῆμα» τήν 29 Ὀκτωβρίου 1940:
«Κακός είναι ο πόλεμος. Αλλά υπάρχει κάτι πιο απαίσιο κι απ’ αυτόν ακόμα, η λάσπη που πέφτει και κηλιδώνει τις υπολήψεις των λαών όταν θελήσουν να τον αποφύγουν με θυσία της τιμής τους. Τέτοιες κηλίδες τίποτα δεν είναι ικανό να τις καθαρίσει. Ούτε το σβήσιμο της γενεάς που τις έχει προκαλέσει. Οι γενεές φεύγουν, αλλά μένουν οι σελίδες της Ιστορίας, για να θυμίζουν τη ντροπή. Μένουν οι μεταγενέστεροι, και ζητούν ευθύνες από τη στάχτη μας.
Στρατιώτες της ειρήνης όσο δεν προσβάλλεται η Ελευθερία και το Δίκαιο. Όταν όμως κινδυνεύουν τα δύο αυτά αγαθά, τότε η εμμονή στην ειρήνη αποτελεί ανανδρία, αναξιοπρέπεια και αφιλοτιμία.
Για όλα μπορούν να μας κατηγορήσουν. Ένα μόνο δεν θα πει κανείς: ότι δεν διατηρήσαμε, μέσα στο πέρασμα των αιώνων, άσπιλη την εθνική μας φιλοτιμία. Έτσι άσπιλη θα την διατηρήσουμε και τώρα. Κοινή είναι η θέληση: Να το ξαναφορέσουμε. Γνώριμη στολή του λαού μας. Τη φόρεσε ο παππούς, τη φόρεσε ο πατέρας, θα τη φορέσει τώρα ο γιος. Και πάντα για τον ίδιο σκοπό. Για την Τιμή και για την Ελευθερία. Για τους ίδιους λόγους καλούμαστε και σήμερα. Το καθήκον υπογράφει τις προσκλήσεις. Η φωνή του είναι η πιο επιβλητική απ’ όλες τις φωνές. Τη δέχεσθε χωρίς υπολογισμούς. Η περηφάνια αγνοεί την αρίθμηση. Δεν μετρά τις δυνάμεις εκείνου που θέλει να την τσαλακώσει. Βαδίζει με το μέτωπο ψηλά στο δρόμο της τιμής. Οι Θερμοπύλες δεν είναι ένα γεωγραφικό σημείο, δεν είναι ένα απλό ιστορικό γεγονός. Είναι ένα σύμβολο. Το σύμβολο αυτό το διατήρησαν ψηλά οι γενεές των Ελλήνων. Από τις Θερμοπύλες ως το 21, και πέρα απ’ αυτό, με κλειστό το βιβλίο της αριθμητικής βάδισε το έθνος στους δρόμους των πεπρωμένων του. Με την αριθμητική στο χέρι δούλοι θα είμαστε σήμερα. Στην περιφρόνηση της αριθμητικής οφείλουμε την εθνική μας υπόσταση. Το 1940 δεν θα κάμει εξαίρεση. Παλιά και πρόσφατη ιστορία δείχνει ποιο κατάντημα περιμένει τους λαούς εκείνους που, με οδηγό τον υπολογισμό, έστερξαν σε ταπεινώσεις και σε διασυρμό της τιμής τους. Η τιμή που σπίλωσαν δεν είναι η μόνη τους θυσία. Μαζί μ’ αυτήν έχασαν και τα υλικά αγαθά που πίστεψαν ότι θα εξασφάλιζαν αν δέχονταν τον εξευτελισμό.
Καθήκον και συμφέρον είναι η προάσπιση της εθνικής τιμής. Στην εκτέλεση του καθήκοντος καλούνται οι πολίτες. Καθήκον προς τα μάρμαρα που αποτελούν τη δόξα των περασμένων, προς το βράχο που κοίλαναν ο ιδρώτας και το αίμα των γενεών που προηγήθηκαν, προς εμάς τους ίδιους, προς τους τάφους των πατέρων μας, προς τα λίκνα των παιδιών μας, που θα ντρέπονταν αν μας έβλεπαν απρόθυμους να συνεχίσουμε την εθνική μας παράδοση.
Αλλά τέτοια περίπτωση δεν υπήρξε, δεν υπάρχει, δεν θα υπάρξει. Μας το είπε η χθεσινή μέρα. Θα μας το πουν οι επόμενες. Θα μας το λένε όλες οι μέρες, όσο υπάρχει ο γαλάζιος ουρανός μας, όσο υπάρχουν οι αφροί του Αιγαίου μας, για να σχηματίζουν την απέραντη κυανόλευκη, που αγκαλιάζει πέρα ως πέρα τους ελληνικούς ορίζοντες».
Μήπως, τελικά, ἦρθε καιρός νά φωνάξουμε καί ἐμεῖς τό δικό μας ΟΧΙ; Μήπως;