Του Δημήτρη Π. Στεφανίδη
Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Φλώρινας
Το πρώτο πράγμα που απασχολεί κάποιον που μελετά ένα σχέδιο νόμου, ένα μεγάλο νομοθέτημα, είναι τι επιδιώκει αυτό και ποια είναι η κεντρική φιλοσοφία του. Κατά την άποψη του Υπουργείου Δικαιοσύνης, το σχέδιο νόμου για τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που αιφνίδια κατέθεσε στις 14-11-2014 ο Υπουργός κ. Χαράλαμπος Αθανασίου,
επιδιώκεται η ταχεία απονομή της Δικαιοσύνης. Ειρήσθω εν παρόδω, ότι από το 1979 και εντεύθεν, έγιναν περί τις εκατό νομοθετικές παρεμβάσεις, οι οποίες τιτλοφορούνταν για την επιτάχυνση των δικών και παρά ταύτα το γνωστό πρόβλημα της καθυστέρησης, δεν εννοεί να βρεί τη λύση του. Κορυφαία συνέπεια αυτού και μεταξύ των άλλων, είναι οι πολλαπλές καταδίκες της Ελλάδος από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (ΕΔΔΑ). Και τούτο διότι, αγνοούνται οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ για ανάπτυξη και δημιουργία υποδομών, το οποίο συνιστά την αναντίλεκτη προϋπόθεση, για ταχεία αλλά και ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Απεναντίας, όπως όλα σε αυτή τη χώρα, έτσι και στο χώρο της Δικαιοσύνης, γίνονται με θαυμαστή προχειρότητα και στο βωμό των πρόσκαιρων εντυπώσεων.
Αν λοιπόν μελετήσει κάποιος το σχέδιο νόμου, θα διαπιστώσει πληθώρα διατάξεων που συνιστούν επινοήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων. Επισημαίνεται απλώς ότι στη Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή η οποία συγκροτήθηκε το 2012 συμμετέχουν μεταξύ των άλλων, οι επικεφαλής των νομικών επιτελείων των τραπεζών, έγκριτοι καθηγητές Νομικής κατά τα άλλα, ωσάν να μην υπήρχαν άλλοι συνάδελφοί τους. Αρκεί μια επιγραμματική αναφορά μερικών μόνο διατάξεων στις εισαγόμενες προς ψήφιση ρυθμίσεις του νομοσχεδίου, για να διαπιστώσει κανείς του λόγου το αληθές. Επέρχεται σύντμηση της προθεσμίας αναγγελίας απαίτησης, από δεκαπέντε (15) μέρες μετά τον πλειστηριασμό όπως ισχύει σήμερα, σε πέντε (5) μέρες πριν από τον πλειστηριασμό. Αυτό εξασφαλίζει μόνο τα συμφέροντα του πιθανού πλειοδότη, εφόσον έχει και εμπράγματη εξασφάλιση, δηλαδή κατά κανόνα των τραπεζών, διότι θα μπορεί να υπολογίσει εκ των προτέρων το μέρος του πλειστηριάσματος, το οποίο του αναλογεί και κατά αυτό τον τρόπο θα μπορεί να διαμορφώσει ανάλογα την προσφορά του ως πιθανού υπερθεματιστή στον επερχόμενο πλειστηριασμό. Θεσπίζεται η δυνατότητα πολλαπλών κατασχέσεων, οι οποίες διενεργούνται ανεξάρτητα η μία από την άλλη, δεν επηρεάζεται η μία από την άλλη και μάλιστα ο επισπεύδων του οποίου η εκτέλεση δεν περατώθηκε, δεν μπορεί να αναζητήσει τα έξοδα τα οποία προκατέβαλε, με εύλογη συνέπεια την ενίσχυση της θέσης του οικονομικά ισχυρού, εν προκειμένω των τραπεζών. Το ίδιο συμβαίνει και στη κατάταξη των απαιτήσεων μετά το πλειστηριασμό όπου και πάλι προέχουσα είναι η θέση των πιστωτικών ιδρυμάτων, σε βάρος προνομίων των απαιτήσεων των εργαζομένων.
Παρέχεται πλέον η δυνατότητα στον υπερθεματιστή να καταγγείλει ακόμη και επαγγελματική μίσθωση, τροποποίηση η οποία είναι ανεπιεικής για τους καλόπιστους μισθωτές, ιδίως για αυτούς που έχουν προβεί σε σημαντικές επενδύσεις σε κτιριακές εγκαταστάσεις του μισθίου (ανέγερση κτηρίου, αναβάθμιση υποδομών υπάρχοντος μισθίου κ.λπ.), προσβλέποντας στην σταδιακή απόσβεση αυτών μέσω μίας μακροχρόνιας μισθωτικής σύμβασης.
Κατά τα λοιπά, αναφορικά με την διεξαγωγή της αστικής δίκης, με τις νέες ρυθμίσεις καταργούνται βασικές αρχές της, όπως η αρχή της προφορικότητας και αυτή της αμεσότητας. Δηλαδή θα μπορεί να γίνεται δίκη, χωρίς την παρουσία διαδίκων, δικηγόρων και χωρίς την εξέταση των μαρτύρων. Αντί των μαρτύρων και στη θέση αυτών κυριαρχικό ρόλο αποκτούν πλέον οι γνωστές ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες αποτελούν απλή αναφορά των ισχυρισμών των διαδίκων και λαμβάνονται ενώπιον συμβολαιογράφου η ειρηνοδίκη, χωρίς τη δυνατότητα να υποβάλλονται ερωτήσεις από τον αντίδικο. Μια τέτοια εξέλιξη, συνιστά καίριο πλήγμα σε αυτό που ονομάζουμε δίκαιη δίκη, αφού η ζωντανή δημόσια προφορική διαδικασία με μάρτυρες που εξετάζονται ενώπιον του Δικαστηρίου και των πληρεξουσίων δικηγόρων, σε μια διαδικασία που βοηθά την ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας των εκατέρωθεν ισχυρισμών, μετατρέπεται σε μια άχαρη και μυστική διαδικασία. Ακόμη είναι προφανές, ότι θα υπάρξει περαιτέρω φόρτος στα ήδη βεβαρημένα Ειρηνοδικεία, τα οποία θα ασχολούνται πλέον με την διεκπεραίωση των ενόρκων βεβαιώσεων, δεδομένου ότι οι διάδικοι θα σπεύσουν σε αυτά, για να ενισχύσουν με το τρόπο αυτό την αξιοπιστία των ισχυρισμών τους. Επίσης θα δημιουργηθεί πλειάδα ποινικών δικών, λόγω του ότι θα υποβληθούν μηνύσεις για ψευδορκία κ.λ.π οι οποίες δημιουργούν μεγάλες δίκες, που συνήθως περατώνονται με αμετάκλητη απόφαση.
Δεν πρέπει βέβαια να παραβλέπεται ότι επέρχεται και περιορισμός του θεσμικού ρόλου του δικηγόρου, αφού η βασική του πτυχή, αυτή του «συνηγορείν σε Δικαστήριο» είναι κατά τους εμπνευστές του σχεδίου όχι αναγκαία, αλλά εντελώς επικουρική, γεγονός που συνιστά εξόχως αρνητικό στοιχείο για την ουσία απονομής της δικαιοσύνης. Αυτό ασφαλώς σημαίνει, ότι μπορεί να γίνονται και δίκες από μεγάλα γραφεία του κέντρου, η οιουδήποτε παράκεντρου, δηλαδή να στέλνονται φάκελοι στα περιφερειακά πρωτοδικεία και να γίνονται δίκες χωρίς την παρουσία μας.
Στο στάδιο που προηγήθηκε της κατάθεσης του σχεδίου νόμου στη Βουλή, το δικηγορικό σώμα έγκαιρα κατέθεσε τις προτάσεις του, με τις οποίες αμφισβήτησε με επιχειρήματα τις προτεινόμενες ρυθμίσεις, αλλά και πρότεινε αυτές που βάσιμα θα προωθούσαν την ταχύτητα απονομής της. Επίσης η διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με ομόφωνη σχεδόν απόφαση εξέφρασε την αντίθεση στο σχέδιο νόμου, το ίδιο και η Ολομέλεια του Εφετείου Αθηνών και Θεσσαλονίκης, όπως επίσης και η κοινή τοιαύτη του Εφετείου και Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Στην πρόσφατη Ολομέλεια Προέδρων Δικηγορικών Συλλόγων που έγινε στα Καλάβρυτα τον Σεπτέμβριο, παρουσία της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, επαναλάβαμε την επιχειρηματολογία μας και την αντίθεσή μας στο σχέδιο νόμου, κάνοντας έκκληση να μην εισαχθεί προς ψήφιση. Και όχι μόνον αυτό. Είπαμε πώς μια ενδεχόμενη εμμονή της Κυβέρνησης στη κατάθεση του νομοσχεδίου, θα αποδεικνύει ότι κακοποιεί κάθε έννοια διαλόγου, αφού δεν λαμβάνει υπόψη τη σύσσωμη αντίθεση του νομικού κόσμου. Ακόμη, ότι μια τέτοια συμπεριφορά θα θέσει σε δοκιμασία τις αντοχές στο χώρο της Δικαιοσύνης και θα μας βρει απέναντι. Γι αυτό και η προειδοποιητική πανελλαδική αποχή του δικηγορικού σώματος από 19 έως 21 Νοεμβρίου αλλά και η έκτακτη Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων στις 21-11-2014 ώστε να εκτιμηθεί η κατάσταση και να ληφθούν περαιτέρω αποφάσεις.
Αν λοιπόν μελετήσει κάποιος το σχέδιο νόμου, θα διαπιστώσει πληθώρα διατάξεων που συνιστούν επινοήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων. Επισημαίνεται απλώς ότι στη Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή η οποία συγκροτήθηκε το 2012 συμμετέχουν μεταξύ των άλλων, οι επικεφαλής των νομικών επιτελείων των τραπεζών, έγκριτοι καθηγητές Νομικής κατά τα άλλα, ωσάν να μην υπήρχαν άλλοι συνάδελφοί τους. Αρκεί μια επιγραμματική αναφορά μερικών μόνο διατάξεων στις εισαγόμενες προς ψήφιση ρυθμίσεις του νομοσχεδίου, για να διαπιστώσει κανείς του λόγου το αληθές. Επέρχεται σύντμηση της προθεσμίας αναγγελίας απαίτησης, από δεκαπέντε (15) μέρες μετά τον πλειστηριασμό όπως ισχύει σήμερα, σε πέντε (5) μέρες πριν από τον πλειστηριασμό. Αυτό εξασφαλίζει μόνο τα συμφέροντα του πιθανού πλειοδότη, εφόσον έχει και εμπράγματη εξασφάλιση, δηλαδή κατά κανόνα των τραπεζών, διότι θα μπορεί να υπολογίσει εκ των προτέρων το μέρος του πλειστηριάσματος, το οποίο του αναλογεί και κατά αυτό τον τρόπο θα μπορεί να διαμορφώσει ανάλογα την προσφορά του ως πιθανού υπερθεματιστή στον επερχόμενο πλειστηριασμό. Θεσπίζεται η δυνατότητα πολλαπλών κατασχέσεων, οι οποίες διενεργούνται ανεξάρτητα η μία από την άλλη, δεν επηρεάζεται η μία από την άλλη και μάλιστα ο επισπεύδων του οποίου η εκτέλεση δεν περατώθηκε, δεν μπορεί να αναζητήσει τα έξοδα τα οποία προκατέβαλε, με εύλογη συνέπεια την ενίσχυση της θέσης του οικονομικά ισχυρού, εν προκειμένω των τραπεζών. Το ίδιο συμβαίνει και στη κατάταξη των απαιτήσεων μετά το πλειστηριασμό όπου και πάλι προέχουσα είναι η θέση των πιστωτικών ιδρυμάτων, σε βάρος προνομίων των απαιτήσεων των εργαζομένων.
Παρέχεται πλέον η δυνατότητα στον υπερθεματιστή να καταγγείλει ακόμη και επαγγελματική μίσθωση, τροποποίηση η οποία είναι ανεπιεικής για τους καλόπιστους μισθωτές, ιδίως για αυτούς που έχουν προβεί σε σημαντικές επενδύσεις σε κτιριακές εγκαταστάσεις του μισθίου (ανέγερση κτηρίου, αναβάθμιση υποδομών υπάρχοντος μισθίου κ.λπ.), προσβλέποντας στην σταδιακή απόσβεση αυτών μέσω μίας μακροχρόνιας μισθωτικής σύμβασης.
Κατά τα λοιπά, αναφορικά με την διεξαγωγή της αστικής δίκης, με τις νέες ρυθμίσεις καταργούνται βασικές αρχές της, όπως η αρχή της προφορικότητας και αυτή της αμεσότητας. Δηλαδή θα μπορεί να γίνεται δίκη, χωρίς την παρουσία διαδίκων, δικηγόρων και χωρίς την εξέταση των μαρτύρων. Αντί των μαρτύρων και στη θέση αυτών κυριαρχικό ρόλο αποκτούν πλέον οι γνωστές ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες αποτελούν απλή αναφορά των ισχυρισμών των διαδίκων και λαμβάνονται ενώπιον συμβολαιογράφου η ειρηνοδίκη, χωρίς τη δυνατότητα να υποβάλλονται ερωτήσεις από τον αντίδικο. Μια τέτοια εξέλιξη, συνιστά καίριο πλήγμα σε αυτό που ονομάζουμε δίκαιη δίκη, αφού η ζωντανή δημόσια προφορική διαδικασία με μάρτυρες που εξετάζονται ενώπιον του Δικαστηρίου και των πληρεξουσίων δικηγόρων, σε μια διαδικασία που βοηθά την ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας των εκατέρωθεν ισχυρισμών, μετατρέπεται σε μια άχαρη και μυστική διαδικασία. Ακόμη είναι προφανές, ότι θα υπάρξει περαιτέρω φόρτος στα ήδη βεβαρημένα Ειρηνοδικεία, τα οποία θα ασχολούνται πλέον με την διεκπεραίωση των ενόρκων βεβαιώσεων, δεδομένου ότι οι διάδικοι θα σπεύσουν σε αυτά, για να ενισχύσουν με το τρόπο αυτό την αξιοπιστία των ισχυρισμών τους. Επίσης θα δημιουργηθεί πλειάδα ποινικών δικών, λόγω του ότι θα υποβληθούν μηνύσεις για ψευδορκία κ.λ.π οι οποίες δημιουργούν μεγάλες δίκες, που συνήθως περατώνονται με αμετάκλητη απόφαση.
Δεν πρέπει βέβαια να παραβλέπεται ότι επέρχεται και περιορισμός του θεσμικού ρόλου του δικηγόρου, αφού η βασική του πτυχή, αυτή του «συνηγορείν σε Δικαστήριο» είναι κατά τους εμπνευστές του σχεδίου όχι αναγκαία, αλλά εντελώς επικουρική, γεγονός που συνιστά εξόχως αρνητικό στοιχείο για την ουσία απονομής της δικαιοσύνης. Αυτό ασφαλώς σημαίνει, ότι μπορεί να γίνονται και δίκες από μεγάλα γραφεία του κέντρου, η οιουδήποτε παράκεντρου, δηλαδή να στέλνονται φάκελοι στα περιφερειακά πρωτοδικεία και να γίνονται δίκες χωρίς την παρουσία μας.
Στο στάδιο που προηγήθηκε της κατάθεσης του σχεδίου νόμου στη Βουλή, το δικηγορικό σώμα έγκαιρα κατέθεσε τις προτάσεις του, με τις οποίες αμφισβήτησε με επιχειρήματα τις προτεινόμενες ρυθμίσεις, αλλά και πρότεινε αυτές που βάσιμα θα προωθούσαν την ταχύτητα απονομής της. Επίσης η διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με ομόφωνη σχεδόν απόφαση εξέφρασε την αντίθεση στο σχέδιο νόμου, το ίδιο και η Ολομέλεια του Εφετείου Αθηνών και Θεσσαλονίκης, όπως επίσης και η κοινή τοιαύτη του Εφετείου και Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Στην πρόσφατη Ολομέλεια Προέδρων Δικηγορικών Συλλόγων που έγινε στα Καλάβρυτα τον Σεπτέμβριο, παρουσία της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, επαναλάβαμε την επιχειρηματολογία μας και την αντίθεσή μας στο σχέδιο νόμου, κάνοντας έκκληση να μην εισαχθεί προς ψήφιση. Και όχι μόνον αυτό. Είπαμε πώς μια ενδεχόμενη εμμονή της Κυβέρνησης στη κατάθεση του νομοσχεδίου, θα αποδεικνύει ότι κακοποιεί κάθε έννοια διαλόγου, αφού δεν λαμβάνει υπόψη τη σύσσωμη αντίθεση του νομικού κόσμου. Ακόμη, ότι μια τέτοια συμπεριφορά θα θέσει σε δοκιμασία τις αντοχές στο χώρο της Δικαιοσύνης και θα μας βρει απέναντι. Γι αυτό και η προειδοποιητική πανελλαδική αποχή του δικηγορικού σώματος από 19 έως 21 Νοεμβρίου αλλά και η έκτακτη Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων στις 21-11-2014 ώστε να εκτιμηθεί η κατάσταση και να ληφθούν περαιτέρω αποφάσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.