Της ΔΙΑΜΑΝΤΕΝΙΑΣ ΡΙΜΠΑ
Έφυγε από τη ζωή σεμνά και αθόρυβα, έτσι όπως τη διάβηκε 82 συναπτά έτη -από τα πρώτα του βήματα στα πάτρια εδάφη στη Φλώρινα μέχρι και στην Πέρθη της Αυστραλίας, όπου άφησε την τελευταία του πνοή στις 6 Φεβρουαρίου 2014.
Γλύπτης και ζωγράφος, που καταξιώθηκε στη δεύτερη πατρίδα και λάμπρυνε τον κατάλογο των διακεκριμένων Ελλήνων της διασποράς όχι μόνο της Αυστραλίας, αλλά και από άλλες ηπείρους, το έργο του Λεωνίδα Καλαμάρα ταυτίστηκε με την Ελλάδα. Υπήρξε «μία από τις πιο χαρακτηριστικές και σημαντικές φυσιογνωμίες της σύγχρονης τέχνης», όπως πολύ εύστοχα τον είχε χαρακτηρίσει ο ακαδημαϊκός Χρύσανθος Χρήστου, ομότιμος καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης. Ο Λεωνίδας ήταν αυτός που ουσιαστικά οργάνωσε το Τμήμα Γλυπτικής του Claremont School of Art της Πέρθης, όπου από το 1968, ως Ανώτατος καθηγητής γλυπτικής, ανέθρεψε γενιές νέων καλλιτεχνών.
Οι επιρροές που έχει δεχθεί από την αρχαία ελληνική γλυπτική φαίνονται καθαρά στα έργα του, επιρροές που εφάρμοσε με προσήλωση, αλλά ταυτόχρονα και μεγάλη δόση ελευθερίας. Κατά γενική ομολογία η αγάπη του καλλιτέχνη για την πατρίδα και της ελληνικές τέχνες, άλλωστε, είναι διάχυτη στο έργο του και την αποτύπωνε με εξαιρετικό τρόπο. Ο ίδιος τόνιζε πως καμία άλλη τέχνη στις μέρες μας δεν προσεγγίζει τόσο πολύ την Αρχαία Ελληνική, όσο η γλυπτική. «Με μαγνήτιζε πάντοτε εκείνος ο βαθύτατος ανθρωπισμός που κυριαρχεί στις κλασικές φιγούρες της ελληνικής Τέχνης» έλεγε με τη συστολή εφήβου, που τον χαρακτήριζε. Προτιμούσε να μιλούν οι άλλοι γι΄ αυτόν, μα τον πρώτο λόγο ήθελε, και το πετύχαινε, να τον έχουν τα έργα του.
ΜΙΑ ΖΩΗ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ
Στην Αυστραλία ο Λεωνίδας Καλαμάρας βρέθηκε το 1950 για να συναντήσει τον πατέρα του Αθανάσιο, ο οποίος ζούσε και εργαζόταν μέσα στα δάση, στα περίχωρα του Manjimup της Δυτικής Αυστραλίας, 300 μίλια απ' το Perth. Εκεί έφτιαχναν τραβέρσες για σιδηροδρομικές γραμμές. Ο Λεωνίδας μαζί του έφερε και τη σύντροφό του Βάσω, συγγραφέας και ποιήτρια, την οποία γνώρισε στον λίγο καιρό που έμεινε στην Αθήνα και αγάπησε για πάντα. Η πρώτη τους συνάντηση έγινε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου ο Λεωνίδας επιθυμούσε τόσο να σπουδάσει!
«Φύγαμε μαζί, με πολλά όνειρα, για το λιμάνι της Πέρθης και από εκεί ταξιδέψαμε άλλα 300 μίλια μακριά για να φτάσουμε στο Μάντζιμαπ, όπου ζήσαμε δέκα ολόκληρα χρόνια… Εκεί δεν βλέπαμε τίποτε άλλο εκτός από την απεραντοσύνη του δάσους. Δουλέψαμε πολύ σκληρά, ήμασταν όμως τόσο νέοι. Εκεί, στεριώσαμε την οικογένειά μας, εκεί άρχισαν να παίρνουν αχνή μορφή τα όνειρά που κάναμε» θυμάται η Βάσω Καλαμάρα, η οποία αρνείται και τώρα να πιστέψει, εννέα μήνες μετά, ότι ο Λεωνίδας της δεν είναι πια κοντά της.
Ο Λεωνίδας έτρεφε απεριόριστη εκτίμηση για τη σκληρή δουλειά των ξυλοκόπων. Έντονες ήταν στη μνήμη του οι εικόνες που του μετέφερε ο πατέρας του, Θανάσης Καλαμάρας, ο οποίος πήγε για πρώτη φορά στην Αυστραλία το 1924. Γύρισε στην πατρίδα το 1930, όπου έμεινε για τρία χρόνια. Μετά έφυγε πάλι για Αυστραλία.
«Ξυλοκόποι ήταν τότε, στην πλειονότητά τους, Καστελορίζιοι και Μακεδόνες. Μόλις έβγαιναν από τα καράβια, τους έδιναν ένα φτυάρι κι ένα πριόνι και τους έστελναν μέσα στα πυκνά δάση της Δυτικής Αυστραλίας να κόβουν κορμούς δέντρων για τις ράγες των σιδηροδρόμων. Έμεναν σε αντίσκηνα, κοντά στα ποτάμια και η τροφοδοσία γινόταν κάθε δύο με τρεις μήνες. Αλεύρι, μακαρόνια, λίπος και αυγά, που έπρεπε να κρύβουν από τα καγκουρό και τα κοάλα που έβρισκαν τον τρόπο να τα ξετρυπώνουν και να τους αφήνουν νηστικούς.
Σωστή κόλαση το καλοκαίρι από τους καύσωνες και παγωνιά το χειμώνα, μέσα στο αντίσκηνο που έμπαζε από παντού. Δεν βαρυγκωμούσαν, όμως. Τα βράδια μαζεύονταν στα αντίσκηνα και έλεγαν παλιές ιστορίες. Διάβαζαν και ξαναδιάβαζαν εφημερίδες, δύο και τριών μηνών, και σχολίαζαν … την επικαιρότητα! Φοβερό σκαρί ανθρώπων».
«Δύο-τρία χρόνια πριν έρθουμε στον πατέρα του Λεωνίδα, που έγινε και δικός μου, για καλή μας τύχη, ο πατέρας με μερικούς άλλους συγχωριανούς, σε χωράφια ενοικιασμένα άρχισαν να φυτεύουν καπνά. Με νοίκι μείναμε ένα χρόνο. Με τον πατέρα του, έγινε συνέταιρος ο Λεωνίδας, και μαζί σήκωσαν χρέος απ' την τράπεζα και αγόρασαν 6 μίλια απ' το χωριό γή άγριο δάσος. Οι δυo τους με τα χέρια, τότε δεν υπήρχαν ευκολίες σαν τώρα. Έριχναν τα πελώρια δέντρα με μεγάλα πριόνια και καθάρισαν μέρος για χωράφι. Εκεί καλλιεργήσαμε δικά μας καπνά. Ποτέ δεν χωρίσαμε με τον πατέρα, ήταν ο πιο καλός και τρυφερός παππούς για τα δυo του εγγόνια, ως το 1981, που έφυγε απ' τη ζωή.
Το 1960-61, ο Λεωνίδας κατάφερε να εκπληρώσει το μεγάλο του όνειρο: Επέστρεψε στην Ελλάδα οικογενειακώς, όπου παρακολούθησε για ένα χρόνο το τμήμα γλυπτικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με πρώτο δάσκαλό του τον Γιάννη Παππά, ενώ η Βάσω έκανε θεατρικές σπουδές στη Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου, με διευθυντή τον αείμνηστο Σωκράτη Καραντινό… και τα δύο παιδιά τους πήγαν σε Ελληνικό Δημοτικό Σχολείο.
Επιστέφοντας στην Πέρθη, ο Λεωνίδας ολοκλήρωσε τις σπουδές του και πήρε δίπλωμα γλυπτικής και ζωγραφικής. Το 1968 εκλέχθηκε Τακτικός Καθηγητής του Claremont School of Art, Perth, W.A. όπου και ουσιαστικά οργάνωσε το τμήμα γλυπτικής.
«Η ανέλιξή του ως την ανώτερη βαθμίδα τα επόμενα χρόνια επιβεβαίωσε τη δυναμική που ανέπτυξε στο χώρο της Τέχνης, μιας τέχνης διευρυμένης, συνακόλουθης με τις ευρωπαϊκές εξελίξεις, καθώς οι επαφές του με αυτές ήταν συνεχείς», επισημάνει η ιστορικός, κριτικός τέχνης, Έλλη Καπλάνη-Κοκκίνη.
Και το όνειρο εμπλουτιζόταν με τα χρόνια, με την οικογένεια Καλαμάρα να διαπρέπει στα πολιτιστικά δρώμενα της Δυτικής Αυστραλίας. Κατάφεραν μαζί με τη Βάσω, που ήταν για 66 χρόνια το alter ego του, αλλά και τους δύο γιους τους, κατάφεραν να γίνουν καταξιωμένα και σεβαστά μέλη της αυστραλιανής καλλιτεχνικής κοινότητας. Ο ένας γιος, ο Αθανάσιος, γλύπτης και για 22 χρόνια Τακτικός Καθηγητής Γλυπτικής στην ίδια Σχολή Καλών Τεχνών της Πέρθης, ενώ ο Κωνσταντίνος Αρχιτέκτονας και Τακτικός Καθηγητής στη Σχολή T.A.F.E. Perth, W.A.
Σε όλη του τη ζωή ο Λεωνίδας διατήρησε αμείωτα τους δεσμούς του με την Ελλάδα, κάτι που μετέφερε στα παιδιά και στα τέσσερα εγγόνια του. Από την αρχή της λαμπρής σταδιοδρομίας του, παρά τις δυσκολίες της απόστασης, επέλεγε να παρουσιάζει το έργο του στον τόπο του - Αθήνα, Θεσσαλονίκη, στην ιδιαίτερη πατρίδα, τη Φλώρινα. Ο πολυβραβευμένος καλλιτέχνης είχε διοργανώσει περισσότερες από δεκαπέντε ατομικές εκθέσεις στην Αυστραλία και στην Ελλάδα, ενώ είχε λάβει μέρος και σε πολλές ομαδικές εκθέσεις στις δύο χώρες.
ΤΟ ΣΤΕΡΝΟ ΑΝΤΙΟ ΤΗΣ ΒΑΣΩΣ
66 Χρόνια Μαζί
Σε γυρεύω, τι να φωνάζω πια τ' όνομά σου
ά δ ι κ α
εκεί που έφυγες ποτές φωνές δεν ακούγονται
και η φωνή μου, οι στίχοι των ποιητών,
οι μελωδίες των ήχων χάνονται
σ τ ο κ ε ν ό,
που ματαιοδοξούμε να καταχτήσουμε.
Στο κενό όλα χάνονται, σαν την Πρωινή
Πάχνη κάτω από τις πρώτες θερμές ακτίνες
τ η ς Α υ γ ή ς.
ΒΑΣΩ ΛΕΩΝ. ΚΑΛΑΜΑΡΑ
(Γένος Δημ. Παπαγιαννάκη)
27/7/2014
Περθ, Δυτική Αυστραλία
Πηγή: neoskosmos.com
Γλύπτης και ζωγράφος, που καταξιώθηκε στη δεύτερη πατρίδα και λάμπρυνε τον κατάλογο των διακεκριμένων Ελλήνων της διασποράς όχι μόνο της Αυστραλίας, αλλά και από άλλες ηπείρους, το έργο του Λεωνίδα Καλαμάρα ταυτίστηκε με την Ελλάδα. Υπήρξε «μία από τις πιο χαρακτηριστικές και σημαντικές φυσιογνωμίες της σύγχρονης τέχνης», όπως πολύ εύστοχα τον είχε χαρακτηρίσει ο ακαδημαϊκός Χρύσανθος Χρήστου, ομότιμος καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης. Ο Λεωνίδας ήταν αυτός που ουσιαστικά οργάνωσε το Τμήμα Γλυπτικής του Claremont School of Art της Πέρθης, όπου από το 1968, ως Ανώτατος καθηγητής γλυπτικής, ανέθρεψε γενιές νέων καλλιτεχνών.
Οι επιρροές που έχει δεχθεί από την αρχαία ελληνική γλυπτική φαίνονται καθαρά στα έργα του, επιρροές που εφάρμοσε με προσήλωση, αλλά ταυτόχρονα και μεγάλη δόση ελευθερίας. Κατά γενική ομολογία η αγάπη του καλλιτέχνη για την πατρίδα και της ελληνικές τέχνες, άλλωστε, είναι διάχυτη στο έργο του και την αποτύπωνε με εξαιρετικό τρόπο. Ο ίδιος τόνιζε πως καμία άλλη τέχνη στις μέρες μας δεν προσεγγίζει τόσο πολύ την Αρχαία Ελληνική, όσο η γλυπτική. «Με μαγνήτιζε πάντοτε εκείνος ο βαθύτατος ανθρωπισμός που κυριαρχεί στις κλασικές φιγούρες της ελληνικής Τέχνης» έλεγε με τη συστολή εφήβου, που τον χαρακτήριζε. Προτιμούσε να μιλούν οι άλλοι γι΄ αυτόν, μα τον πρώτο λόγο ήθελε, και το πετύχαινε, να τον έχουν τα έργα του.
ΜΙΑ ΖΩΗ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ
Στην Αυστραλία ο Λεωνίδας Καλαμάρας βρέθηκε το 1950 για να συναντήσει τον πατέρα του Αθανάσιο, ο οποίος ζούσε και εργαζόταν μέσα στα δάση, στα περίχωρα του Manjimup της Δυτικής Αυστραλίας, 300 μίλια απ' το Perth. Εκεί έφτιαχναν τραβέρσες για σιδηροδρομικές γραμμές. Ο Λεωνίδας μαζί του έφερε και τη σύντροφό του Βάσω, συγγραφέας και ποιήτρια, την οποία γνώρισε στον λίγο καιρό που έμεινε στην Αθήνα και αγάπησε για πάντα. Η πρώτη τους συνάντηση έγινε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου ο Λεωνίδας επιθυμούσε τόσο να σπουδάσει!
«Φύγαμε μαζί, με πολλά όνειρα, για το λιμάνι της Πέρθης και από εκεί ταξιδέψαμε άλλα 300 μίλια μακριά για να φτάσουμε στο Μάντζιμαπ, όπου ζήσαμε δέκα ολόκληρα χρόνια… Εκεί δεν βλέπαμε τίποτε άλλο εκτός από την απεραντοσύνη του δάσους. Δουλέψαμε πολύ σκληρά, ήμασταν όμως τόσο νέοι. Εκεί, στεριώσαμε την οικογένειά μας, εκεί άρχισαν να παίρνουν αχνή μορφή τα όνειρά που κάναμε» θυμάται η Βάσω Καλαμάρα, η οποία αρνείται και τώρα να πιστέψει, εννέα μήνες μετά, ότι ο Λεωνίδας της δεν είναι πια κοντά της.
Ο Λεωνίδας έτρεφε απεριόριστη εκτίμηση για τη σκληρή δουλειά των ξυλοκόπων. Έντονες ήταν στη μνήμη του οι εικόνες που του μετέφερε ο πατέρας του, Θανάσης Καλαμάρας, ο οποίος πήγε για πρώτη φορά στην Αυστραλία το 1924. Γύρισε στην πατρίδα το 1930, όπου έμεινε για τρία χρόνια. Μετά έφυγε πάλι για Αυστραλία.
«Ξυλοκόποι ήταν τότε, στην πλειονότητά τους, Καστελορίζιοι και Μακεδόνες. Μόλις έβγαιναν από τα καράβια, τους έδιναν ένα φτυάρι κι ένα πριόνι και τους έστελναν μέσα στα πυκνά δάση της Δυτικής Αυστραλίας να κόβουν κορμούς δέντρων για τις ράγες των σιδηροδρόμων. Έμεναν σε αντίσκηνα, κοντά στα ποτάμια και η τροφοδοσία γινόταν κάθε δύο με τρεις μήνες. Αλεύρι, μακαρόνια, λίπος και αυγά, που έπρεπε να κρύβουν από τα καγκουρό και τα κοάλα που έβρισκαν τον τρόπο να τα ξετρυπώνουν και να τους αφήνουν νηστικούς.
Σωστή κόλαση το καλοκαίρι από τους καύσωνες και παγωνιά το χειμώνα, μέσα στο αντίσκηνο που έμπαζε από παντού. Δεν βαρυγκωμούσαν, όμως. Τα βράδια μαζεύονταν στα αντίσκηνα και έλεγαν παλιές ιστορίες. Διάβαζαν και ξαναδιάβαζαν εφημερίδες, δύο και τριών μηνών, και σχολίαζαν … την επικαιρότητα! Φοβερό σκαρί ανθρώπων».
«Δύο-τρία χρόνια πριν έρθουμε στον πατέρα του Λεωνίδα, που έγινε και δικός μου, για καλή μας τύχη, ο πατέρας με μερικούς άλλους συγχωριανούς, σε χωράφια ενοικιασμένα άρχισαν να φυτεύουν καπνά. Με νοίκι μείναμε ένα χρόνο. Με τον πατέρα του, έγινε συνέταιρος ο Λεωνίδας, και μαζί σήκωσαν χρέος απ' την τράπεζα και αγόρασαν 6 μίλια απ' το χωριό γή άγριο δάσος. Οι δυo τους με τα χέρια, τότε δεν υπήρχαν ευκολίες σαν τώρα. Έριχναν τα πελώρια δέντρα με μεγάλα πριόνια και καθάρισαν μέρος για χωράφι. Εκεί καλλιεργήσαμε δικά μας καπνά. Ποτέ δεν χωρίσαμε με τον πατέρα, ήταν ο πιο καλός και τρυφερός παππούς για τα δυo του εγγόνια, ως το 1981, που έφυγε απ' τη ζωή.
Το 1960-61, ο Λεωνίδας κατάφερε να εκπληρώσει το μεγάλο του όνειρο: Επέστρεψε στην Ελλάδα οικογενειακώς, όπου παρακολούθησε για ένα χρόνο το τμήμα γλυπτικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με πρώτο δάσκαλό του τον Γιάννη Παππά, ενώ η Βάσω έκανε θεατρικές σπουδές στη Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου, με διευθυντή τον αείμνηστο Σωκράτη Καραντινό… και τα δύο παιδιά τους πήγαν σε Ελληνικό Δημοτικό Σχολείο.
Επιστέφοντας στην Πέρθη, ο Λεωνίδας ολοκλήρωσε τις σπουδές του και πήρε δίπλωμα γλυπτικής και ζωγραφικής. Το 1968 εκλέχθηκε Τακτικός Καθηγητής του Claremont School of Art, Perth, W.A. όπου και ουσιαστικά οργάνωσε το τμήμα γλυπτικής.
«Η ανέλιξή του ως την ανώτερη βαθμίδα τα επόμενα χρόνια επιβεβαίωσε τη δυναμική που ανέπτυξε στο χώρο της Τέχνης, μιας τέχνης διευρυμένης, συνακόλουθης με τις ευρωπαϊκές εξελίξεις, καθώς οι επαφές του με αυτές ήταν συνεχείς», επισημάνει η ιστορικός, κριτικός τέχνης, Έλλη Καπλάνη-Κοκκίνη.
Και το όνειρο εμπλουτιζόταν με τα χρόνια, με την οικογένεια Καλαμάρα να διαπρέπει στα πολιτιστικά δρώμενα της Δυτικής Αυστραλίας. Κατάφεραν μαζί με τη Βάσω, που ήταν για 66 χρόνια το alter ego του, αλλά και τους δύο γιους τους, κατάφεραν να γίνουν καταξιωμένα και σεβαστά μέλη της αυστραλιανής καλλιτεχνικής κοινότητας. Ο ένας γιος, ο Αθανάσιος, γλύπτης και για 22 χρόνια Τακτικός Καθηγητής Γλυπτικής στην ίδια Σχολή Καλών Τεχνών της Πέρθης, ενώ ο Κωνσταντίνος Αρχιτέκτονας και Τακτικός Καθηγητής στη Σχολή T.A.F.E. Perth, W.A.
Σε όλη του τη ζωή ο Λεωνίδας διατήρησε αμείωτα τους δεσμούς του με την Ελλάδα, κάτι που μετέφερε στα παιδιά και στα τέσσερα εγγόνια του. Από την αρχή της λαμπρής σταδιοδρομίας του, παρά τις δυσκολίες της απόστασης, επέλεγε να παρουσιάζει το έργο του στον τόπο του - Αθήνα, Θεσσαλονίκη, στην ιδιαίτερη πατρίδα, τη Φλώρινα. Ο πολυβραβευμένος καλλιτέχνης είχε διοργανώσει περισσότερες από δεκαπέντε ατομικές εκθέσεις στην Αυστραλία και στην Ελλάδα, ενώ είχε λάβει μέρος και σε πολλές ομαδικές εκθέσεις στις δύο χώρες.
ΤΟ ΣΤΕΡΝΟ ΑΝΤΙΟ ΤΗΣ ΒΑΣΩΣ
66 Χρόνια Μαζί
Σε γυρεύω, τι να φωνάζω πια τ' όνομά σου
ά δ ι κ α
εκεί που έφυγες ποτές φωνές δεν ακούγονται
και η φωνή μου, οι στίχοι των ποιητών,
οι μελωδίες των ήχων χάνονται
σ τ ο κ ε ν ό,
που ματαιοδοξούμε να καταχτήσουμε.
Στο κενό όλα χάνονται, σαν την Πρωινή
Πάχνη κάτω από τις πρώτες θερμές ακτίνες
τ η ς Α υ γ ή ς.
ΒΑΣΩ ΛΕΩΝ. ΚΑΛΑΜΑΡΑ
(Γένος Δημ. Παπαγιαννάκη)
27/7/2014
Περθ, Δυτική Αυστραλία
Πηγή: neoskosmos.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.