Ο Ε.Σ «ΑΜΥΝΤΑΣ» σας προσκαλεί, μετά την φωτιά του δήμου Αμυνταίου κι όταν το κρύο δυναμώσει, να γιορτάσουμε μαζί το άναμμα της φωτιάς, στα πλαίσια του παραδοσιακού Αμυντιώτικου εθίμου «Τσιριβάρβαρα».
Τα χάλκινα πνευστά του συγκροτήματος «ΑΚΡΙΤΕΣ», η μυρωδιά από τα κρεατικά, οι όξινες τανίνες του ξυνόμαυρου κρασιού και όλη η ατμόσφαιρα που θα επικρατεί μας επιφυλάσσουν μια ιδιότυπη ολονυχτία!
Φέτος λοιπόν σας καλούμε στο ξενοδοχείο ΑΤΕΡΟΝ κάπου μετά τις 23:00 για να γιορτάσουμε και να υποδεχθούμε τον χειμώνα που έρχεται δριμύς.
Για την ιστορία...
Πρόκειται για το πρώτο από τα πυρολατρικά έθιμα του χειμώνα στην Δυτική Μακεδονία (ακολουθούν οι γιορτές των Χριστουγέννων, του Αϊ- Γιαννιού και κλείνει ο κύκλος της μεταφοράς από την αρχαία θρησκεία στον χριστιανισμό με τους φανούς της αποκριάς).
Οι ρίζες του χάνονται στα βάθη του χρόνου. Με το άναμμα της φωτιάς οι αρχαίοι μας πρόγονοι προσπαθούσαν να υποδεχθούν το χειμώνα που έρχεται, ο οποίος στην περιοχή είναι ιδιαίτερα βαρύς, να εξαγνίσουν τα σπίτια και τις γειτονιές τους, να έρθουν κοντά με τους περιοίκους τους, να νιώσουν στην αχλή ενός ελευθεριάζοντος πνεύματος την τελευταία γιορτή πριν ο χειμώνας απαιτήσει από όλους να επισυναχθούν εις τα ίδια.
Στο Αμύνταιο το παγανιστικό αυτό έθιμο, μεταφέρθηκε στον χριστιανικό κόσμο «εις ανάμνησιν του θαύματος της Αγίας Βαρβάρας» και παρά την έντονη πολεμική που ανέπτυξε η τοπική εκκλησία, ιδιαίτερα την περίοδο του Αυγουστίνου Καντιώτη, το έθιμο άντεξε στον χρόνο και παρά τις τυχόν μεταλλάξεις του παραδίδεται ζωντανό στην νέα γενιά.
Κάθε γειτονία λοιπόν, διοργανώνει την δημιουργία μιας φωτιάς (κωνικού σχήματος). Παλαιότερα αυτό επιτυγχάνονταν με «βαλιάφτσες» (χόρτο θαμνοειδούς μορφής), σε μεταγενέστερή εποχή αυτό έγινε με λάστιχα αυτοκινήτων και ξύλα και τώρα πια, μετά την παρέμβαση του οικολογικού πνεύματος της εποχής, μόνο με ξύλα. Τα παιδιά κάθε γειτονιάς μήνες πριν συγκεντρώνουν το υλικό της φωτιάς στον χώρο φύλαξης – συγκέντρωσης που έχουν. Τις νυκτερινές ώρες τα «φυλάγουν» από τις γειτονικές ομάδες οι οποίες σύμφωνα με το έθιμο προσπαθούν να κλέψουν ξύλα με σκοπό να επικρατήσουν δημιουργώντας την μεγαλύτερη φωτιά.
Την νύκτα της 3ης Δεκεμβρίου, παραμονή της Αγίας Βαρβάρας, συγκεντρώνονται όλοι στην κεντρική αλάνα κάθε γειτονιάς και στήνουν την φωτιά μέσα σε μια ομίχλη όπου επικρατούν οι ώριμες τανίνες του τοπικού ξινόμαυρου κρασιού και του αρωματικού τσίπουρου, ενώ τα χάλκινα πνευστά ηχούν στους γνώριμους μακεδονίτικους ρυθμούς ξεσηκώνοντας τον κόσμο να χορεύει στους ντόπιους σκοπούς ως το ξημέρωμα. Οι οργανωτές-οικοδεσπότες κάθε φωτιάς, ψήνουν κρεατικά και λουκάνικα για να το «τσικνίσουν» μαζί με τον κόσμο που θα επισκεφθεί τη φωτιά τους και οι γυναίκες προσφέρουν φασολάδα για ζεστασιά και τις «πιτουλίτσες» (είδος νηστίσιμης κρέπας βαπτισμένο σε σιρόπι από μέλι με πετμέζι και πασπαλισμένο με καρύδια).
Την επομένη οι γυναίκες του σπιτιού, όλες πρωί - πρωί με το φτυαράκι τους, μάζευαν «ζάρι» (αποκαΐδια) από την φωτιά για να ανάψουν την σόμπα τους.
Έτσι... για καλή τύχη και καλό χειμώνα.
Χατζής Σ. Περικλής
Πρόεδρος Ε.Σ. «ΑΜΥΝΤΑΣ»
Θωμαΐδης Χρήστος
Γραμματέας Ε.Σ. «ΑΜΥΝΤΑΣ»
Τα χάλκινα πνευστά του συγκροτήματος «ΑΚΡΙΤΕΣ», η μυρωδιά από τα κρεατικά, οι όξινες τανίνες του ξυνόμαυρου κρασιού και όλη η ατμόσφαιρα που θα επικρατεί μας επιφυλάσσουν μια ιδιότυπη ολονυχτία!
Φέτος λοιπόν σας καλούμε στο ξενοδοχείο ΑΤΕΡΟΝ κάπου μετά τις 23:00 για να γιορτάσουμε και να υποδεχθούμε τον χειμώνα που έρχεται δριμύς.
Για την ιστορία...
Πρόκειται για το πρώτο από τα πυρολατρικά έθιμα του χειμώνα στην Δυτική Μακεδονία (ακολουθούν οι γιορτές των Χριστουγέννων, του Αϊ- Γιαννιού και κλείνει ο κύκλος της μεταφοράς από την αρχαία θρησκεία στον χριστιανισμό με τους φανούς της αποκριάς).
Οι ρίζες του χάνονται στα βάθη του χρόνου. Με το άναμμα της φωτιάς οι αρχαίοι μας πρόγονοι προσπαθούσαν να υποδεχθούν το χειμώνα που έρχεται, ο οποίος στην περιοχή είναι ιδιαίτερα βαρύς, να εξαγνίσουν τα σπίτια και τις γειτονιές τους, να έρθουν κοντά με τους περιοίκους τους, να νιώσουν στην αχλή ενός ελευθεριάζοντος πνεύματος την τελευταία γιορτή πριν ο χειμώνας απαιτήσει από όλους να επισυναχθούν εις τα ίδια.
Στο Αμύνταιο το παγανιστικό αυτό έθιμο, μεταφέρθηκε στον χριστιανικό κόσμο «εις ανάμνησιν του θαύματος της Αγίας Βαρβάρας» και παρά την έντονη πολεμική που ανέπτυξε η τοπική εκκλησία, ιδιαίτερα την περίοδο του Αυγουστίνου Καντιώτη, το έθιμο άντεξε στον χρόνο και παρά τις τυχόν μεταλλάξεις του παραδίδεται ζωντανό στην νέα γενιά.
Κάθε γειτονία λοιπόν, διοργανώνει την δημιουργία μιας φωτιάς (κωνικού σχήματος). Παλαιότερα αυτό επιτυγχάνονταν με «βαλιάφτσες» (χόρτο θαμνοειδούς μορφής), σε μεταγενέστερή εποχή αυτό έγινε με λάστιχα αυτοκινήτων και ξύλα και τώρα πια, μετά την παρέμβαση του οικολογικού πνεύματος της εποχής, μόνο με ξύλα. Τα παιδιά κάθε γειτονιάς μήνες πριν συγκεντρώνουν το υλικό της φωτιάς στον χώρο φύλαξης – συγκέντρωσης που έχουν. Τις νυκτερινές ώρες τα «φυλάγουν» από τις γειτονικές ομάδες οι οποίες σύμφωνα με το έθιμο προσπαθούν να κλέψουν ξύλα με σκοπό να επικρατήσουν δημιουργώντας την μεγαλύτερη φωτιά.
Την νύκτα της 3ης Δεκεμβρίου, παραμονή της Αγίας Βαρβάρας, συγκεντρώνονται όλοι στην κεντρική αλάνα κάθε γειτονιάς και στήνουν την φωτιά μέσα σε μια ομίχλη όπου επικρατούν οι ώριμες τανίνες του τοπικού ξινόμαυρου κρασιού και του αρωματικού τσίπουρου, ενώ τα χάλκινα πνευστά ηχούν στους γνώριμους μακεδονίτικους ρυθμούς ξεσηκώνοντας τον κόσμο να χορεύει στους ντόπιους σκοπούς ως το ξημέρωμα. Οι οργανωτές-οικοδεσπότες κάθε φωτιάς, ψήνουν κρεατικά και λουκάνικα για να το «τσικνίσουν» μαζί με τον κόσμο που θα επισκεφθεί τη φωτιά τους και οι γυναίκες προσφέρουν φασολάδα για ζεστασιά και τις «πιτουλίτσες» (είδος νηστίσιμης κρέπας βαπτισμένο σε σιρόπι από μέλι με πετμέζι και πασπαλισμένο με καρύδια).
Την επομένη οι γυναίκες του σπιτιού, όλες πρωί - πρωί με το φτυαράκι τους, μάζευαν «ζάρι» (αποκαΐδια) από την φωτιά για να ανάψουν την σόμπα τους.
Έτσι... για καλή τύχη και καλό χειμώνα.
Χατζής Σ. Περικλής
Πρόεδρος Ε.Σ. «ΑΜΥΝΤΑΣ»
Θωμαΐδης Χρήστος
Γραμματέας Ε.Σ. «ΑΜΥΝΤΑΣ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.