Απόσπασμα από το βιβλίο του Θεοδώρου Βόσδου
«ΦΛΩΡΙΝΑ: το χρονικό της απελευθέρωσης»
Όπως αφηγείται ο Τέγος Σαπουντζής, η Φλώρινα και τα περίχωρά της ήταν τότε ανάστατα. Ο χριστιανικός πληθυσμός διέτρεχε κινδύνους να υποστεί βιαιοπραγίες όχι μόνο από τις ορδές των Γκέγκηδων τουρκαλβανών, που είχαν κάνει την επικίνδυνη εμφάνισή τους, αλλά και από τους υποχωρούντας τούρκους στρατιώτες. Ακόμη κινδύνευαν κι από τους αλλόφρονες τούρκους των Καϊλαρίων, οι οποίοι μόλις άρχισε η νέα επίθεση και προέλαση της 6ης Μεραρχίας, εγκατέλειψαν τα Καϊλάρια και τα γύρω χωριά και σε θλιβερές μεν αλλά ανά πάσα στιγμή επικίνδυνες φάλαγγες, με τις βοϊδάμαξες και τα κοπάδια τους κατέκλυζαν την Φλώρινα, σαν πρώτο σταθμό, με κατεύθυνση την Κορυτσά. Ευτυχώς, όμως, δεν σημειώθηκαν αξιόλογα επεισόδια, χάρις στους νουνεχείς τούρκους άρχοντες της Φλώρινας.
Εν όψει όλων αυτών των γεγονότων είχε γίνει πια σε όλους αντιληπτό ότι το τέλος της τουρκικής κυριαρχίας είχε φθάσει. Φυσικά αυτό δεν διέφυγε από την προσοχή των τούρκων αρχόντων της Φλώρινας. Οι οποίοι για να προλάβουν δυσάρεστα ενδεχόμενα σε βάρος τους και των πολυπληθών τούρκων της πόλης - υπολογίζονταν τότε σε 6.500, έναντι 3.000 ελλήνων - αλλά και γιατί ήθελαν να παραδοθεί η Φλώρινα στους προελαύνοντες έλληνες, από τους οποίους, όπως έλεγαν, την είχαν πάρει. Έτσι στις 6 Νοεμβρίου 1912 το πρωί, οι Μωαμεθανοί προεστοί της πόλης, συνήλθαν σε κοινή σύσκεψη στον Τεκέ, που βρίσκονταν, όπου είναι σήμερα το κτίριο της Τραπέζης της Ελλάδος, για να συζητήσουν και αποφασίσουν τι θα πράξουν, εν όψει των επερχόμενων ραγδαίων πολεμικών γεγονότων. Τα γεγονότα τους επίεζαν. Έτσι δεν άργησαν να συμφωνήσουν ότι πρέπει να καλέσουν στην σύσκεψη τον Μητροπολίτη Πολύκαρπο και μερικούς έλληνες προκρίτους. Έστειλαν, λοιπόν, αντιπροσωπεία από τους Χατζή Τζοφέρ Χαφίζ και Κιουτσούφ Αμέτ Αγά στον Μητροπολίτη. Οι απεσταλμένοι ανεχώρησαν αμέσως για την Μητρόπολη. Συνάντησαν τον Μητροπολίτη κι ύστερα από εδαφιαίους τεμενάδες, του εζήτησαν να πάει στον Τεκέ, όπου ήσαν μαζεμένοι ο Μουφτής, οι Μπέηδες και οι Αγάδες, ογδόντα τον αριθμό και τον περίμεναν. Ο Πολύκαρπος αρχικά φάνηκε διστακτικός. Μα ύστερα από την επιμονή των δύο απεσταλμένων δέχθηκε. Πήρε μαζί του τον Τέγο Σαπουντζή και τον γιατρό Μενέλαο Βαλάση και πήγαν στον Τεκέ.
Μέσα σε τέτοια ατμόσφαιρα ο Μουφτής Μεχμέτ Χουλουσή εφέντης, ενημέρωσε αμέσως τον Μητροπολίτη γιατί τον ήθελαν. Του είπε ξεκάθαρα ότι ήθελαν να παραδώσουν την Φλώρινα στους έλληνες και να γίνουν για τον σκοπό αυτό οι σχετικές ενέργειες. Χωρίς καμμιά χρονοτριβή αποφασίστηκε η αποστολή επιτροπής στον στρατηγό Γεννάδη, που βρίσκονταν στο Αμύνταιο. Την επιτροπή απετέλεσαν ο έλληνας αρχιμανδρίτης Παπαθανάσης, ο σχισματικός παπάς Παπαναστάσης, ο γιατρός Μενέλαος Βαλάσης και ο τούρκος εμπορευόμενος Μεχμέτ Ζαϊνέλ. Η συμμετοχή του σχισματικού παπά στην επιτροπή είχε την έννοια, κατά τον Μητροπολίτη Πολύκαρπο, της αποδοχής και εκ μέρους των σχισματικών, της καταλήψεως της Φλώρινας από τον Ελληνικό Στρατό. Η Επιτροπή εφοδιάστηκε, κατ' αίτηση των τούρκων, για το εγκυρότερο της αποστολής της και με την κατωτέρω σύντομη επιστολή του Μητροπολίτη Πολύκαρπου: «Κύριε Διοικητά των Ελληνικών στρατευμάτων, σας γνωστοποιώ ότι οι φίλοι και σύμμαχοι Σέρβοι κατέλαβαν το Μοναστήρι και προχωρούν προς την Φλώριναν. Οι Τούρκοι της Φλωρίνης παρακαλούν να σπεύση ο Ελληνικός στρατός να καταλάβη την πόλιν μετά των συμμάχων Σέρβων και δεν θα φέρουν ουδεμίαν αντίστασιν, ούτε τον υποχωρούντα Τουρκικόν στρατόν θα αφήσουν να αντισταθή». Η επιτροπή, με οδηγό τον Νικόλαο Εξαρχο, ανεχώρησε αμέσως για το Αμύνταιο. Το μήνυμα του Μητροπολίτη παραδόθηκε στον στρατηγό Γεννάδη, ο οποίος το μεταβίβασε με οπτικό τηλέγραφο στον Αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο, που βρίσκονταν στην Άρνισσα, απ'όπου διατάχθηκε, όπως γράφει ο Τέγος Σαπουντζής, η επίσπευση της απελευθερώσεως της Φλώρινας.
Χωρίς να εξετάσουμε εδώ ποιος έχει δίκαιο και ποιος όχι, γεγονός είναι, που δεν αμφισβητήθηκε από κανένα, ότι στις 7 Νοεμβρίου 1912, γύρω στο μεσημέρι, ο επίλαρχος Ιωάννης Αρτης με τους ιππείς του, έφθασε προ των πυλών της πόλης. Από εκεί έστειλε τρεις ιππείς, οι οποίοι με γυμνά τα ξίφη τους και εν μέσω τούρκων στρατιωτών και όχλου, πήγαν στην Μητρόπολη και μετέδωσαν στον Μητροπολίτη Πολύκαρπο το μήνυμα του διοικητού τους, να προσέλθουν οι αρχές στην είσοδο της πόλης για να την παραδώσουν. Ο Πολύκαρπος ήταν διστακτικός, για τον λόγο ότι η Φλώρινα ήταν ακόμη γεμάτη από τουρκικό στρατό και όχλο. Κατά τον Αρτη ο Μητροπολίτης, επηρεασμένος από τον παραπάνω λόγο, του εμήνυσε η παράδοση της πόλης να γίνει την επομένη. Τότε ο Αρτης έστειλε δύο νέους ιππείς, τον επιλοχία Δήμου Δήμον και τον λοχία Γεώργιο Ριζόπουλο, με την εντολή να παρακαλέσουν τον Μητροπολίτη να παραδώσει την πόλη, γιατί, όπως γράφει ο Αρτης, «εάν δεν σπεύση να εξέλθη, θα τον αναγκάση να απέλθη με τον στρατό του και εις ο,τι συμβεί ο υπαίτιος θα είναι αυτός». Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν ακριβώς έτσι συνέβησαν τα γεγονότα, όπως τα εξιστορεί ο Αρτης.
Είναι, όμως, γεγονός ότι, λόγω λιποθυμίας του Μουφτή, μόλις άκουσε την άφιξη ελλήνων στρατιωτών, ο Μητροπολίτης, ο Μουφτής και ο Ραββίνος, ως και άλλοι έλληνες και τούρκοι πρόκριτοι, κρατούντες λευκό παραπέτασμα, μετέβησαν στην είσοδο της πόλεως, όπου συνάντησαν τον Αρτη και σε σύντομη τελετή προσφωνήσεων και αντιφωνήσεων, παρέδωσαν την πόλη.Ο Ιωάννης Αρτης, απευθυνόμενος προς τους άρχοντες, είπε τα εξής: «Εν ονόματι του Βασιλέως Γεωργίου του Α' καταλαμβάνω την πόλιν της Φλωρίνης και τα υπό την δικαιοδοσίαν αυτής χωρία, κηρύσσων άμα τον στρατιωτικόν νόμον. Απαντες οι κάτοικοι των μερών αυτών, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος, έσονται ίσοι απέναντι του νόμου, τιθέμενοι υπό το σκήπτρον του Βασιλέως Γεωργίου του Α' και επανερχόμενοι εις τας αγκάλας της Μητρός Ελλάδος». Σε αυτόν απάντησε πρώτος ο Μητροπολίτης Πολύκαρπος, ο οποίος είπε: «Η πόλις της Φλωρίνης και τα υπ' αυτήν χωρία ευχαριστούμεν τον Κύριον, όστις μας ηξίωσεν να απολαύσωμεν την χαράν της επαναφοράς μας εις την Μητέρα Ελλάδα. Ας είναι ευλογημένο το όνομα του Κυρίου. Δηλούμεν πίστιν και αφοσίωσιν εις τους νόμους και τα ψηφίσματα του Κράτους, τιθέμενοι υπό το σκήπτρον του Βασιλέως Γεωργίου του Α'». Κατόπιν τον λόγο έλαβε ο Μουφτής Χουλουσή, ο οποίος είπε: «Ημείς οι Τούρκοι ηυνοήθημεν υπό του Κυρίου και εδεσπόσαμεν επί του κόσμου όλου. Αλλά θελήσαμε να γίνωμεν κατακτηταί και τύραννοι και ο Θεός ωργίσθη καθ'ημών. Ας είναι ευλογημένο το όνομα του Κυρίου ότι πολύ επιεικώς μας έκρινε και μας δίδει σε καλά χέρια. Δι'ο δηλούμεν ότι θα είμεθα οι πιστότεροι υπηρέται του Βασιλέως Γεωργίου». Στο ίδιο πνεύμα μίλησε και ο Ραββίνος, εκ μέρους των ολίγων Εβραίων, που υπήρχαν στην Φλώρινα.
Ο σχισματικός παπάς δεν παραβρέθηκε στην παράδοση της πόλεως, γιατί, πιθανότατα, να μην είχε επιστρέψει ακόμα η παραπάνω επιτροπή, στην οποία συμμετείχε, που πήγε το μήνυμα του Μητροπολίτη στον στρατηγό Γεννάδη στο Αμύνταιο. Μετά τις προσφωνήσεις όλοι μαζί διέσχισαν την πόλη και κατέληξαν στην Μητρόπολη, όπου και υψώθηκε η Ελληνική σημαία. Λίγη ώρα αργότερα από την πλευρά της Σκοπιάς εισήρχετο στην Φλώρινα άλλο τμήμα ιππέων υπό τον υπίλαρχο Πανουσόπουλο, γνωστό ήδη στην Φλώρινα, από την συμμετοχή του στον Μακεδονικό Αγώνα και στις 2.30 μ.μ., όπως προελέχθη, εισήλθε στην πόλη το 1ο Σύνταγμα Ιππικού, υπό τον αντισυνταγματάρχη Ζαχαρακόπουλο και ολοκλήρωσε την απελευθέρωση της Φλώρινας. Την επομένη το πρωί, 8 Νοεμβρίου, εορτή των Ταξιαρχών Γαβριήλ και Μιχαήλ, εισήλθε θριαμβευτικά στην Φλώρινα ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, ο και Στρατηλάτης αποκληθείς, επικεφαλής του επιτελείου του και δύο συνταγμάτων, της σιδηράς, όπως απεκαλείτο, 4ης Μεραρχίας.
Η υποδοχή του Διαδόχου έγινε υπό καταρρακτώδη βροχή στην είσοδο της πόλεως, όπου είχαν συρρεύσει οι κάτοικοι της Φλώρινας, μ' επικεφαλής τον Μητροπολίτη Πολύκαρπο και τους λοιπούς προκρίτους της πόλεως. Οι σκηνές ενθουσιασμού, που εκτυλίχθηκαν κατά την υποδοχή του Διαδόχου και του νικηφόρου ελληνικού στρατού δύσκολα πέννα ανθρώπινη μπορεί να τις περιγράψει. Ήταν για τον λαό της Φλώρινας η κορυφαία στιγμή μιας λυτρωτικής πορείας πέντε αιώνων. Ήταν το ξεχείλισμα της αλύγιστης ψυχής του Φλωρινιώτη, που καρτερικά και αδούλωτος ψυχικά περίμενε την εθνική ανάστασή του. Ηταν η θεία στιγμή του γκρεμίσματος μιας μισητής αυτοκρατορίας και του τέλους ενός βασανιστικού εφιάλτη αιώνων. Αυτά τα πηγαία αισθήματα του Λαού της Φλώρινας, εξέφρασε με στόμφο και πατριωτική έξαρση ο Μητροπολίτης Πολύκαρπος στις προσφωνήσεις του προς τον Διάδοχο Κωνσταντίνο, τόσο στη είσοδο της πόλεως όσο και κατά την δοξολογία, που ευθύς αμέσως επακολούθησε στον ιστορικό Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου. Ο Διάδοχος και το επιτελείο του παρέμειναν επί τρείς εβδομάδες στην Φλώρινα. Στην Φλώρινα, όμως, παρέμειναν κι οι Σέρβοι, με επικεφαλής τον πρίγκηπα Αρσένιο και δεν έλεγαν να την εγκαταλείψουν. Ισχυρίζονταν, μάλιστα, ότι αυτοί πρώτοι κατέλαβαν την Φλώρινα. Τελικά ο Διάδοχος Κωνσταντίνος έπεισε τον πρίγκηπα Αρσένιο ότι η Φλώρινα απελευθερώθηκε από τον Ελληνικό στρατό. Έτσι μετά από μια εβδομάδα παραμονής η Σερβική Μεραρχία αναχώρησε για το Μοναστήρι. Διατήρησε, όμως, υπό την κατοχή της την γραμμή Πρώτης - Ιτέας - Μελίτης. Με συνέπεια όλα τα χωριά, που βρίσκονται προς βορρά της παραπάνω γραμμής, περιέρχονταν στην κυριαρχία των Σέρβων.
Ευτυχώς, όμως, που μερικοί Μακεδονομάχοι, που είχαν προσκληθεί από την Ελληνική κυβέρνηση να δράσουν στα μετώπισθεν του εχθρού, ο καπετάν Ζώης, ο γνωστός στους παλαιότερους Φλωρινιώτες παιδονόμος, μαζί με τους Μπραγιάννη και Τσίτσο, που έζησαν κατόπιν στην Μελίτη, ύψωσαν Ελληνικές σημαίες στο γνωστό από τον Μακεδονικό Αγώνα Μορίχοβο και το κατέλαβαν. Η κατάληψη κι απελευθέρωση επισφραγίσθηκε αργότερα από τάγμα του Ελληνικού στρατού, που είχε εισχωρήσει στην περιοχή από την Αριδαία. Έτσι, όταν το 1913 έγινε η οριστική οριοθέτηση των συνόρων Ελλάδος και Σερβίας, στην Ελλάδα περιήλθαν όλα τα χωριά, που βρίσκονται προς βορρά της Φλώρινας μέχρι τα σημερινά σύνορα, τα οποία, όπως προαναφέρθηκε, είχαν καταλάβει οι Σέρβοι και το άτυχο Ελληνικότατο Μορίχοβο, που είχε απελευθερωθεί από τους καπετάνιους του Μακεδονικού Αγώνα, περιήλθε στην Σερβία. Μαζί, όμως, με το Μορίχοβο, έμεινε οριστικά στα σύνορα του Σερβικού βασιλείου και το προπύργιο του Ελληνισμού, το ξακουστό και αλησμόνητο Μοναστήρι, μαζί με όλη την πάλλουσα από Ελληνισμό ευρύτερη περιοχή του.
Όπως αφηγείται ο Τέγος Σαπουντζής, η Φλώρινα και τα περίχωρά της ήταν τότε ανάστατα. Ο χριστιανικός πληθυσμός διέτρεχε κινδύνους να υποστεί βιαιοπραγίες όχι μόνο από τις ορδές των Γκέγκηδων τουρκαλβανών, που είχαν κάνει την επικίνδυνη εμφάνισή τους, αλλά και από τους υποχωρούντας τούρκους στρατιώτες. Ακόμη κινδύνευαν κι από τους αλλόφρονες τούρκους των Καϊλαρίων, οι οποίοι μόλις άρχισε η νέα επίθεση και προέλαση της 6ης Μεραρχίας, εγκατέλειψαν τα Καϊλάρια και τα γύρω χωριά και σε θλιβερές μεν αλλά ανά πάσα στιγμή επικίνδυνες φάλαγγες, με τις βοϊδάμαξες και τα κοπάδια τους κατέκλυζαν την Φλώρινα, σαν πρώτο σταθμό, με κατεύθυνση την Κορυτσά. Ευτυχώς, όμως, δεν σημειώθηκαν αξιόλογα επεισόδια, χάρις στους νουνεχείς τούρκους άρχοντες της Φλώρινας.
Εν όψει όλων αυτών των γεγονότων είχε γίνει πια σε όλους αντιληπτό ότι το τέλος της τουρκικής κυριαρχίας είχε φθάσει. Φυσικά αυτό δεν διέφυγε από την προσοχή των τούρκων αρχόντων της Φλώρινας. Οι οποίοι για να προλάβουν δυσάρεστα ενδεχόμενα σε βάρος τους και των πολυπληθών τούρκων της πόλης - υπολογίζονταν τότε σε 6.500, έναντι 3.000 ελλήνων - αλλά και γιατί ήθελαν να παραδοθεί η Φλώρινα στους προελαύνοντες έλληνες, από τους οποίους, όπως έλεγαν, την είχαν πάρει. Έτσι στις 6 Νοεμβρίου 1912 το πρωί, οι Μωαμεθανοί προεστοί της πόλης, συνήλθαν σε κοινή σύσκεψη στον Τεκέ, που βρίσκονταν, όπου είναι σήμερα το κτίριο της Τραπέζης της Ελλάδος, για να συζητήσουν και αποφασίσουν τι θα πράξουν, εν όψει των επερχόμενων ραγδαίων πολεμικών γεγονότων. Τα γεγονότα τους επίεζαν. Έτσι δεν άργησαν να συμφωνήσουν ότι πρέπει να καλέσουν στην σύσκεψη τον Μητροπολίτη Πολύκαρπο και μερικούς έλληνες προκρίτους. Έστειλαν, λοιπόν, αντιπροσωπεία από τους Χατζή Τζοφέρ Χαφίζ και Κιουτσούφ Αμέτ Αγά στον Μητροπολίτη. Οι απεσταλμένοι ανεχώρησαν αμέσως για την Μητρόπολη. Συνάντησαν τον Μητροπολίτη κι ύστερα από εδαφιαίους τεμενάδες, του εζήτησαν να πάει στον Τεκέ, όπου ήσαν μαζεμένοι ο Μουφτής, οι Μπέηδες και οι Αγάδες, ογδόντα τον αριθμό και τον περίμεναν. Ο Πολύκαρπος αρχικά φάνηκε διστακτικός. Μα ύστερα από την επιμονή των δύο απεσταλμένων δέχθηκε. Πήρε μαζί του τον Τέγο Σαπουντζή και τον γιατρό Μενέλαο Βαλάση και πήγαν στον Τεκέ.
Μέσα σε τέτοια ατμόσφαιρα ο Μουφτής Μεχμέτ Χουλουσή εφέντης, ενημέρωσε αμέσως τον Μητροπολίτη γιατί τον ήθελαν. Του είπε ξεκάθαρα ότι ήθελαν να παραδώσουν την Φλώρινα στους έλληνες και να γίνουν για τον σκοπό αυτό οι σχετικές ενέργειες. Χωρίς καμμιά χρονοτριβή αποφασίστηκε η αποστολή επιτροπής στον στρατηγό Γεννάδη, που βρίσκονταν στο Αμύνταιο. Την επιτροπή απετέλεσαν ο έλληνας αρχιμανδρίτης Παπαθανάσης, ο σχισματικός παπάς Παπαναστάσης, ο γιατρός Μενέλαος Βαλάσης και ο τούρκος εμπορευόμενος Μεχμέτ Ζαϊνέλ. Η συμμετοχή του σχισματικού παπά στην επιτροπή είχε την έννοια, κατά τον Μητροπολίτη Πολύκαρπο, της αποδοχής και εκ μέρους των σχισματικών, της καταλήψεως της Φλώρινας από τον Ελληνικό Στρατό. Η Επιτροπή εφοδιάστηκε, κατ' αίτηση των τούρκων, για το εγκυρότερο της αποστολής της και με την κατωτέρω σύντομη επιστολή του Μητροπολίτη Πολύκαρπου: «Κύριε Διοικητά των Ελληνικών στρατευμάτων, σας γνωστοποιώ ότι οι φίλοι και σύμμαχοι Σέρβοι κατέλαβαν το Μοναστήρι και προχωρούν προς την Φλώριναν. Οι Τούρκοι της Φλωρίνης παρακαλούν να σπεύση ο Ελληνικός στρατός να καταλάβη την πόλιν μετά των συμμάχων Σέρβων και δεν θα φέρουν ουδεμίαν αντίστασιν, ούτε τον υποχωρούντα Τουρκικόν στρατόν θα αφήσουν να αντισταθή». Η επιτροπή, με οδηγό τον Νικόλαο Εξαρχο, ανεχώρησε αμέσως για το Αμύνταιο. Το μήνυμα του Μητροπολίτη παραδόθηκε στον στρατηγό Γεννάδη, ο οποίος το μεταβίβασε με οπτικό τηλέγραφο στον Αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο, που βρίσκονταν στην Άρνισσα, απ'όπου διατάχθηκε, όπως γράφει ο Τέγος Σαπουντζής, η επίσπευση της απελευθερώσεως της Φλώρινας.
Χωρίς να εξετάσουμε εδώ ποιος έχει δίκαιο και ποιος όχι, γεγονός είναι, που δεν αμφισβητήθηκε από κανένα, ότι στις 7 Νοεμβρίου 1912, γύρω στο μεσημέρι, ο επίλαρχος Ιωάννης Αρτης με τους ιππείς του, έφθασε προ των πυλών της πόλης. Από εκεί έστειλε τρεις ιππείς, οι οποίοι με γυμνά τα ξίφη τους και εν μέσω τούρκων στρατιωτών και όχλου, πήγαν στην Μητρόπολη και μετέδωσαν στον Μητροπολίτη Πολύκαρπο το μήνυμα του διοικητού τους, να προσέλθουν οι αρχές στην είσοδο της πόλης για να την παραδώσουν. Ο Πολύκαρπος ήταν διστακτικός, για τον λόγο ότι η Φλώρινα ήταν ακόμη γεμάτη από τουρκικό στρατό και όχλο. Κατά τον Αρτη ο Μητροπολίτης, επηρεασμένος από τον παραπάνω λόγο, του εμήνυσε η παράδοση της πόλης να γίνει την επομένη. Τότε ο Αρτης έστειλε δύο νέους ιππείς, τον επιλοχία Δήμου Δήμον και τον λοχία Γεώργιο Ριζόπουλο, με την εντολή να παρακαλέσουν τον Μητροπολίτη να παραδώσει την πόλη, γιατί, όπως γράφει ο Αρτης, «εάν δεν σπεύση να εξέλθη, θα τον αναγκάση να απέλθη με τον στρατό του και εις ο,τι συμβεί ο υπαίτιος θα είναι αυτός». Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν ακριβώς έτσι συνέβησαν τα γεγονότα, όπως τα εξιστορεί ο Αρτης.
Είναι, όμως, γεγονός ότι, λόγω λιποθυμίας του Μουφτή, μόλις άκουσε την άφιξη ελλήνων στρατιωτών, ο Μητροπολίτης, ο Μουφτής και ο Ραββίνος, ως και άλλοι έλληνες και τούρκοι πρόκριτοι, κρατούντες λευκό παραπέτασμα, μετέβησαν στην είσοδο της πόλεως, όπου συνάντησαν τον Αρτη και σε σύντομη τελετή προσφωνήσεων και αντιφωνήσεων, παρέδωσαν την πόλη.Ο Ιωάννης Αρτης, απευθυνόμενος προς τους άρχοντες, είπε τα εξής: «Εν ονόματι του Βασιλέως Γεωργίου του Α' καταλαμβάνω την πόλιν της Φλωρίνης και τα υπό την δικαιοδοσίαν αυτής χωρία, κηρύσσων άμα τον στρατιωτικόν νόμον. Απαντες οι κάτοικοι των μερών αυτών, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος, έσονται ίσοι απέναντι του νόμου, τιθέμενοι υπό το σκήπτρον του Βασιλέως Γεωργίου του Α' και επανερχόμενοι εις τας αγκάλας της Μητρός Ελλάδος». Σε αυτόν απάντησε πρώτος ο Μητροπολίτης Πολύκαρπος, ο οποίος είπε: «Η πόλις της Φλωρίνης και τα υπ' αυτήν χωρία ευχαριστούμεν τον Κύριον, όστις μας ηξίωσεν να απολαύσωμεν την χαράν της επαναφοράς μας εις την Μητέρα Ελλάδα. Ας είναι ευλογημένο το όνομα του Κυρίου. Δηλούμεν πίστιν και αφοσίωσιν εις τους νόμους και τα ψηφίσματα του Κράτους, τιθέμενοι υπό το σκήπτρον του Βασιλέως Γεωργίου του Α'». Κατόπιν τον λόγο έλαβε ο Μουφτής Χουλουσή, ο οποίος είπε: «Ημείς οι Τούρκοι ηυνοήθημεν υπό του Κυρίου και εδεσπόσαμεν επί του κόσμου όλου. Αλλά θελήσαμε να γίνωμεν κατακτηταί και τύραννοι και ο Θεός ωργίσθη καθ'ημών. Ας είναι ευλογημένο το όνομα του Κυρίου ότι πολύ επιεικώς μας έκρινε και μας δίδει σε καλά χέρια. Δι'ο δηλούμεν ότι θα είμεθα οι πιστότεροι υπηρέται του Βασιλέως Γεωργίου». Στο ίδιο πνεύμα μίλησε και ο Ραββίνος, εκ μέρους των ολίγων Εβραίων, που υπήρχαν στην Φλώρινα.
Ο σχισματικός παπάς δεν παραβρέθηκε στην παράδοση της πόλεως, γιατί, πιθανότατα, να μην είχε επιστρέψει ακόμα η παραπάνω επιτροπή, στην οποία συμμετείχε, που πήγε το μήνυμα του Μητροπολίτη στον στρατηγό Γεννάδη στο Αμύνταιο. Μετά τις προσφωνήσεις όλοι μαζί διέσχισαν την πόλη και κατέληξαν στην Μητρόπολη, όπου και υψώθηκε η Ελληνική σημαία. Λίγη ώρα αργότερα από την πλευρά της Σκοπιάς εισήρχετο στην Φλώρινα άλλο τμήμα ιππέων υπό τον υπίλαρχο Πανουσόπουλο, γνωστό ήδη στην Φλώρινα, από την συμμετοχή του στον Μακεδονικό Αγώνα και στις 2.30 μ.μ., όπως προελέχθη, εισήλθε στην πόλη το 1ο Σύνταγμα Ιππικού, υπό τον αντισυνταγματάρχη Ζαχαρακόπουλο και ολοκλήρωσε την απελευθέρωση της Φλώρινας. Την επομένη το πρωί, 8 Νοεμβρίου, εορτή των Ταξιαρχών Γαβριήλ και Μιχαήλ, εισήλθε θριαμβευτικά στην Φλώρινα ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, ο και Στρατηλάτης αποκληθείς, επικεφαλής του επιτελείου του και δύο συνταγμάτων, της σιδηράς, όπως απεκαλείτο, 4ης Μεραρχίας.
Η υποδοχή του Διαδόχου έγινε υπό καταρρακτώδη βροχή στην είσοδο της πόλεως, όπου είχαν συρρεύσει οι κάτοικοι της Φλώρινας, μ' επικεφαλής τον Μητροπολίτη Πολύκαρπο και τους λοιπούς προκρίτους της πόλεως. Οι σκηνές ενθουσιασμού, που εκτυλίχθηκαν κατά την υποδοχή του Διαδόχου και του νικηφόρου ελληνικού στρατού δύσκολα πέννα ανθρώπινη μπορεί να τις περιγράψει. Ήταν για τον λαό της Φλώρινας η κορυφαία στιγμή μιας λυτρωτικής πορείας πέντε αιώνων. Ήταν το ξεχείλισμα της αλύγιστης ψυχής του Φλωρινιώτη, που καρτερικά και αδούλωτος ψυχικά περίμενε την εθνική ανάστασή του. Ηταν η θεία στιγμή του γκρεμίσματος μιας μισητής αυτοκρατορίας και του τέλους ενός βασανιστικού εφιάλτη αιώνων. Αυτά τα πηγαία αισθήματα του Λαού της Φλώρινας, εξέφρασε με στόμφο και πατριωτική έξαρση ο Μητροπολίτης Πολύκαρπος στις προσφωνήσεις του προς τον Διάδοχο Κωνσταντίνο, τόσο στη είσοδο της πόλεως όσο και κατά την δοξολογία, που ευθύς αμέσως επακολούθησε στον ιστορικό Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου. Ο Διάδοχος και το επιτελείο του παρέμειναν επί τρείς εβδομάδες στην Φλώρινα. Στην Φλώρινα, όμως, παρέμειναν κι οι Σέρβοι, με επικεφαλής τον πρίγκηπα Αρσένιο και δεν έλεγαν να την εγκαταλείψουν. Ισχυρίζονταν, μάλιστα, ότι αυτοί πρώτοι κατέλαβαν την Φλώρινα. Τελικά ο Διάδοχος Κωνσταντίνος έπεισε τον πρίγκηπα Αρσένιο ότι η Φλώρινα απελευθερώθηκε από τον Ελληνικό στρατό. Έτσι μετά από μια εβδομάδα παραμονής η Σερβική Μεραρχία αναχώρησε για το Μοναστήρι. Διατήρησε, όμως, υπό την κατοχή της την γραμμή Πρώτης - Ιτέας - Μελίτης. Με συνέπεια όλα τα χωριά, που βρίσκονται προς βορρά της παραπάνω γραμμής, περιέρχονταν στην κυριαρχία των Σέρβων.
Ευτυχώς, όμως, που μερικοί Μακεδονομάχοι, που είχαν προσκληθεί από την Ελληνική κυβέρνηση να δράσουν στα μετώπισθεν του εχθρού, ο καπετάν Ζώης, ο γνωστός στους παλαιότερους Φλωρινιώτες παιδονόμος, μαζί με τους Μπραγιάννη και Τσίτσο, που έζησαν κατόπιν στην Μελίτη, ύψωσαν Ελληνικές σημαίες στο γνωστό από τον Μακεδονικό Αγώνα Μορίχοβο και το κατέλαβαν. Η κατάληψη κι απελευθέρωση επισφραγίσθηκε αργότερα από τάγμα του Ελληνικού στρατού, που είχε εισχωρήσει στην περιοχή από την Αριδαία. Έτσι, όταν το 1913 έγινε η οριστική οριοθέτηση των συνόρων Ελλάδος και Σερβίας, στην Ελλάδα περιήλθαν όλα τα χωριά, που βρίσκονται προς βορρά της Φλώρινας μέχρι τα σημερινά σύνορα, τα οποία, όπως προαναφέρθηκε, είχαν καταλάβει οι Σέρβοι και το άτυχο Ελληνικότατο Μορίχοβο, που είχε απελευθερωθεί από τους καπετάνιους του Μακεδονικού Αγώνα, περιήλθε στην Σερβία. Μαζί, όμως, με το Μορίχοβο, έμεινε οριστικά στα σύνορα του Σερβικού βασιλείου και το προπύργιο του Ελληνισμού, το ξακουστό και αλησμόνητο Μοναστήρι, μαζί με όλη την πάλλουσα από Ελληνισμό ευρύτερη περιοχή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.